Ταινίες πρώτης προβολής: Αυτή την εβδομάδα, ο κινηματογράφος γεμίζει με εντυπωσιακές πρεμιέρες και πολυαναμενόμενες ταινίες που θα κλέψουν τις εντυπώσεις. Το σίκουελ της εμβληματικής ταινίας «Μονομάχος» επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη υπό τη σκηνοθετική ματιά του Ρίντλεϊ Σκοτ, ο οποίος επιστρατεύει ξανά το ταλέντο του για να φέρει στη ζωή τη συνέχεια της οσκαρικής επιτυχίας του 2000. Παράλληλα, ο Ισπανός σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδοβάρ κάνει το ντεμπούτο του στο αγγλόφωνο σινεμά με το «Το Διπλανό Δωμάτιο», μια ταινία που κέρδισε ήδη τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Απόψε ξεκινούν οι προβολές αυτών των δύο πολυαναμενόμενων ταινιών, ενώ το κινηματογραφικό πρόγραμμα της εβδομάδας περιλαμβάνει ακόμη πέντε νέες κυκλοφορίες. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν «Το Γόνατο της Άχεντ» του Νάβαντ Λαπίντ και το ελληνικό δράμα «Με Αξιοπρέπεια» του Δημήτρη Κατσιμίρη. Το πρόγραμμα συμπληρώνεται με δύο ταινίες που απευθύνονται στο παιδικό κοινό, καθώς και με την επανέκδοση του κλασικού έργου του Σεργκέι Παρατζάνοφ «Ασίκ Κερίμπ, ο Φτωχός Ασίκης».
Μονομάχος ΙΙ
(“Gladiator II”) Περιπέτεια εποχής, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ, με τους Πολ Μεσκάλ, Πέντρο Πασκάλ, Κόνι Νίλσεν, Ντένζελ Ουάσινγκτον, Ντέρεκ Τζάκομπι, Ντζιμόν Χουνσού κα.
Από το 2000, όταν ο Ρίντλεϊ Σκοτ μας παρουσίασε τον «Μονομάχο» του και χάρισε στον Ράσελ Κρόου το Όσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου και άλλα τέσσερα χρυσά αγαλματίδια, μεταξύ των οποίων και εκείνο του Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, αλλά και πολλά εκατομμύρια στην Paramount, έχουν περάσει 24 χρόνια και είναι φανερό ότι έχουν αλλάξει πολλά στον χώρο της κινηματογραφικής ψυχαγωγίας.
Το πολυαναμενόμενο σίκουελ μπλοκμπάστερ των 200 εκατομμυρίων δολαρίων, σε μεγάλο βαθμό είναι αυτό που υπόσχεται, δηλαδή μία χορταστική θεαματική περιπέτεια εποχής, που θα διασκεδάσει το ευρύ κοινό που διψά για υπερπαραγωγές κάποιας ποιότητας, καθώς η αντίπερα πλευρά, έχει κεράσει πολλά ποτήρια καλλιτεχνικών και φεστιβαλικών ταινιών. Ωστόσο, αφενός οι συγκρίσεις με το πρώτο φιλμ και αφετέρου οι αιτιάσεις για τη σκηνοθετική ικανότητα του 86χρονου πλέον Ρίντλεϊ Σκοτ, είναι εμφανώς δικαιολογημένες.
Η ταινία του 2000, εκτός από το καλογραμμένο σενάριο, έναν σταρ στα ντουζένια του και μια συγκλονιστικά γυρισμένη εναρκτήρια μάχη που ενθουσίασε το κοινό, διέθετε και μία σειρά από τεχνικά χαρακτηριστικά και παράγοντες που λειτούργησαν υποδειγματικά στην ταινία. Έξοχη η φωτογραφία, όπως και το μοντάζ, μετρημένα και αριστοτεχνικά σπέσιαλ εφέ, επιβλητικά σκηνικά και φυσικά η μουσική του Χανς Ζίμερ. Εδώ, το υπερβολικό μοντάζ, απευθυνόμενο σε ένα κοινό που έχει εθιστεί στις υπερηρωικές ταινίες και τις δυναμικές περιπέτειες, προκαλεί κόπωση στον θεατή, τα σπέσιαλ εφέ πλέον βγάζουν μάτι, προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν, ενώ η μουσική μοιάζει αντιγραφή της αντιγραφής και μια επιλογή από πιασάρικα σουξέ.
Απ’ την άλλη, ο Σκοτ, παρότι διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του, εμφανίζεται ως φέρελπις σκηνοθέτης, που έχει τον ενθουσιασμό, αλλά έχει απολέσει το μέτρο και τη μαεστρία του να βάζει σε τάξη μία υπερπαραγωγή, να συνθέτει αποτελεσματικά τον μύθο των ταινιών του με τη ρεαλιστική απεικόνισή του, παρασυρμένος από τα «θέλω» των παραγωγών.
Πάνω από δυο δεκαετίες μετά τα γεγονότα του Μονομάχου, ο γιος της Λουσίλα, Λούσιος, που είδε τον αξιοσέβαστο στρατηγό Μάξιμο να πέφτει από το ύπουλο χέρι του θείου του Κόμμοδο, ζει στη Νουμιδία με τη γυναίκα του και τον γιο του. Όταν Ρωμαίοι στρατιώτες θα εισβάλλουν στο δικό του σπίτι με τον χειρότερο τρόπο, σκοτώνοντας τη γυναίκα του, θα αναγκάσουν τον Λούσιο σε σκλαβιά. Εμπνευσμένος από τον Μάξιμο, ο Λούσιος αποφασίζει να γίνει μονομάχος υπό τη διδασκαλία του Μακρίνου, ενός σκλάβου που σχεδιάζει να ανατρέψει τους αυταρχικούς αυτοκράτορες μπαίνοντας στο Κολοσσαίο ως μονομάχος. Ξεχειλίζοντας από οργή για τους τυραννικούς αυτοκράτορες που κατέκτησαν τη χώρα του, θα πρέπει να ανατρέξει στο παρελθόν για να βρει τη δύναμη να επιστρέψει η δόξα στον λαό της Ρώμης.
Το φιλμ, όπως ήταν αναμενόμενο, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μίας υπερπαραγωγής, μίας ηρωικής περιπέτειας εποχής, ενός έπους, που περιλαμβάνει όλα αυτά που θα χαρίσουν δυόμιση ώρες διασκέδασης. Ανεξάντλητη δράση, μονομαχίες, ίντριγκες, προδοσίες και ηρωισμοί, έρχονται και ανακυκλώνονται, δίχως, όμως, την αναμενόμενη ιδιαίτερη ματιά του Σκοτ, ενώ το φιλμ ξεφεύγει στα εφέ, καθώς στη σημαντικότερη σεκάνς δράσης, το Κολοσσαίο μετατρέπεται σε μία πισίνα άνευ προηγουμένου, για να διεξαχθεί η τελική μονομαχία – μία ναυμαχία, στην οποία ναυαγεί το όποιο μέτρο σε μία υπερπαραγωγή.
Εντάξει, η αναφορά στους αυταρχικούς ηγέτες και τα τυραννικά καθεστώτα, μένει στον αφρό της πισίνας, καθώς απευθύνεται στο ευρύτερο αμερικάνικο κοινό και ο Σκοτ δείχνει εντελώς αδιάφορος για να ασχοληθεί μαζί του και να εμβαθύνει. Ίσως και πάλι καλά, αφού μπορεί να είχαμε ακόμη μία επανάληψη των τετριμμένων από το Χόλιγουντ.
- Συμπαθητικός ο Πολ Μεσκάλ ως Λούσιος, επιβλητικός ο Ντένζελ Ουάσινγκτον, πιο ψαγμένη η ερμηνεία του Πέδρο Πασκάλ, ενώ η πάντα γοητευτική Κόνι Νίλσεν και ο έμπειρος Ντέρεκ Τζάκομπι, επαναλαμβάνουν λίγο πολύ τους χαρακτήρες που ερμήνευσαν και στην πρώτη ταινία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Χρόνια αφότου έγινε μάρτυρας του θανάτου του αξιοσέβαστου Μάξιμου από τα χέρια του θείου του, ο Λούσιος αναγκάζεται να εισέλθει στο Κολοσσαίο, αφού η πατρίδα του κατακτήθηκε από τους τυραννικούς αυτοκράτορες που πλέον ηγούνται της Ρώμης.
Το Διπλανό Δωμάτιο
(“The Room Next Door”) Δραματική ταινία, ισπανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Πέδρο Αλμοδοβάρ, με τους Τίλντα Σουίντον, Τζούλιαν Μουρ, Τζον Τουρτούρο, Αλεσάντρο Νίβολα, Έσθερ Ρόουζ ΜακΓκρέγκορ κα.
Η πρώτη αγγλόφωνη μεγάλου μήκους ταινία του Πέδρο Αλμοδοβάρ, παρότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός δράματος, το οποίο θα μπορούσε να απογειώσει ο Ισπανός σκηνοθέτης, τελικά αρκείται σε χαμηλές πτήσεις, έχοντας ένα αδύναμο, χωρίς αιχμές, περιορισμένης εμβέλειας σενάριο. Ωστόσο, είναι ακόμη ένα αξιόλογο φιλμ – προσθήκη στο συνολικό έργο ενός ξεχωριστού δημιουργού, που πλέον θέλει να μπει στον κύκλο της ωριμότητας.
Ο 75χρονος Αλμοδοβάρ, από τους ικανότερους ανατόμους της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, θα φτιάξει ένα συγκινητικό δράμα χαρακτήρων, βασισμένος στις δυο πρωταγωνίστριές του, την Τζούλαν Μουρ και την Τίλντα Σουίντον, αλλά και σε ένα αβανταδόρικο θέμα, όπως είναι η ευθανασία. Εξακολουθώντας να πλέκει το εγκώμιο της γυναικείας φύσης, ως πηγή δύναμης, γεμάτης θάρρος και ενσυναίσθηση απέναντι στις αντιξοότητες, θα συνθέσει έναν ύμνο στη φιλία, αλλά και στο δικαίωμα καθενός-καθεμιάς να ορίζει το πεπρωμένο του.
Η Ίνγκριντ και η Μάρθα ήταν στενές φίλες στα νιάτα τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι περιστάσεις της ζωής τις χώρισαν, αφού η Ίνγκριντ έγινε συγγραφέας μυθιστορημάτων και η Μάρθα πολεμική ανταποκρίτρια. Αποξενωμένη μητέρα μίας ενήλικης κόρης, η Μάρθα θα ζητήσει από τη φίλη της να της συμπαρασταθεί στις τελευταίες στιγμές της ζωής της. Έχοντας αγοράσει από τη μαύρη αγορά ένα χάπι ευθανασίας, αδύναμη πλέον από τις χημειοθεραπείες και απογοητευμένη από μία προσπάθεια πειραματικής θεραπείας, νοικιάζει ένα σπίτι στην εξοχή της Νέας Υόρκης και παρακαλάει τη στενή φίλη της να μείνει στο διπλανό δωμάτιο. Οι αμφιβολίες της Ίνγκριντ για την απόφαση της φίλης της σιγά σιγά παραμερίζονται για να στηρίξει την αμετακίνητη απόφαση μίας γυναίκας που θέλει να προλάβει τον καρκίνο.
Έχοντας δυο καλές ηθοποιούς, διαφορετικών υποκριτικών σχολών, που μπορούν να αποκτήσουν την απαραίτητη χημεία μεταξύ τους και ένα αλμοδοβαρικό θέμα, το σενάριο στέκεται κυρίως στη συναισθηματική φόρτιση των δυο γυναικών και όχι στη σχέση τους, αυτά που τους ενώνουν, την εποχή της αποξένωσης και της απελπισμένης μοναξιάς, που θα μας συνέδεαν με τον τελευταίο και καθοριστικό αποχαιρετισμό τους. Και αυτό παρότι υπάρχουν εκτεταμένες αναδρομές από τη ζωή της Μάρθας, είτε από τα νεανικά της χρόνια είτε από την επαγγελματική της σταδιοδρομία ως πολεμική ανταποκρίτρια, αλλά όχι και από την κοινή ζωή της με την Ίνγκριντ, πριν από την επανασύνδεσή τους.
Βεβαίως, για ακόμη φορά μια ταινία του Αλμοδοβάρ, διαθέτει τη γνώριμη αισθητικά σκηνική παλέτα του, τοποθετώντας τις δυο πρωταγωνίστριες σε ένα ειδυλλιακό μέρος, κόντρα στον επερχόμενο θάνατο, αλλά και στους στοχασμούς για το απαισιόδοξο μέλλον της ανθρωπότητας. Και ταυτόχρονα αντιπαραβάλει στον πεσιμισμό του, το δικαίωμα της επιλογής και της αξιοπρέπειας στον θάνατο, με έναν ξεχωριστά μειλίχιο τρόπο, που ίσως να δικαιολογεί και τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Ίνγκριντ και η Μάρθα ήταν στενές φίλες στα νιάτα τους, όταν δούλευαν μαζί στο ίδιο περιοδικό. Η Ίνγκριντ έγινε συγγραφέας, ενώ η Μάρθα πολεμική ανταποκρίτρια, και οι δύο απομακρύνθηκαν λόγω των συνθηκών της ζωής. Μετά από χρόνια χωρίς επαφή, συναντιούνται ξανά σε μια ακραία αλλά παράξενα γλυκιά κατάσταση.
Το Γόνατο της Άχεντ
(“Ahed’s Knee”) Πολιτική σάτιρα, ισραηλινής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Νάβαντ Λαπίντ, με τους Αβσαλόμ Πόλακ, Νουρ Φίμπακ κα.
Η ταινία του Ισραηλινού σκηνοθέτη Νάβαντ Λάπιντ, που προβλήθηκε πριν τρία χρόνια στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, όπου κέρδισε το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, έρχεται στη χώρα μας με αρκετή καθυστέρηση, αλλά σε μία δυσάρεστα επίκαιρη εποχή, μετά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Μια πολιτική σάτιρα, που προφανώς προβάλλει μία διαφορετική εικόνα για το Ισραήλ. Ο δημιουργός με την ευαίσθητη ματιά του, ο οποίος μπορεί να μην έχει στη χώρα του την αποδοχή που έχει στην Ευρώπη – η προηγούμενη ταινία του, «Συνώνυμα», είχε κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο – εμβαθύνει συνεχώς την καυστική του κριτική προς το κράτος του Ισραήλ.
Ο Λάπιντ, για μια ακόμη φορά θα καταπιαστεί με την κοινωνική καταπίεση, τον ρατσισμό, τη λογοκρισία και την επιβολή ενός στρατοκρατικού μηχανισμού, με τόλμη αλλά και με αρκετό χιούμορ.
Βασικός ήρωας της ιστορίας του, είναι ένας αλαζόνας σκηνοθέτης, που δέχεται μία πρόσκληση από το υπουργείο Πολιτισμού να παρουσιάσει την τελευταία του ταινία στους κατοίκους ενός μικρού χωριού σε μια άγονη, άγρια περιοχή στη Νεκρά Θάλασσα, όπου θα ακολουθήσει και συζήτηση. Εκεί τον υποδέχεται η Γιάλομ, μια νεαρή γυναίκα που πολύ γρήγορα κατάφερε να διοριστεί διευθύντρια βιβλιοθηκών στο υπουργείο Πολιτισμού, μια θέση που της δίνει την ευκαιρία να διοργανώνει πολιτιστικά δρώμενα, αλλά της ανατίθεται και ο ρόλος του ελέγχου της συζήτησης που θα ακολουθήσει.