Η Ανδριάκη, ήταν λιμάνι της αρχαίας πόλης των Μύρων της Λυκίας, στη θέση της σημερινής πόλης Demre της Τουρκίας.
Τα Μύρα, πόλη φημισμένη για το αρχαίο ελληνικό θέατρο και τις πέτρινες νεκροπόλεις στις πλαγιές των βουνών, ήταν επίσης το σπίτι μιας εξέχουσας επισκοπής, με πιο διάσημο εκπρόσωπό της τον Άγιο Νικόλαο, ο τύμβος του οποίου βρίσκεται στην περιοχή.
Στη βυζαντινή περίοδο, η σπουδαιότητα των Μύρων και της Ανδριακής αυξήθηκε, με την τελευταία να χρησιμεύει ως σύνδεση της πόλης με το θαλάσσιο εμπόριο της Μεσογείου. Το λιμάνι της Ανδριακής βρισκόταν στις εκβολές του Ανδριακού ποταμού, ένα στρατηγικό σημείο το οποίο λόγω της καθίζησης του εδάφους μετατράπηκε, με το πέρασμα του χρόνου, σε βάλτο.
Ο παράγοντας αυτός, σε συνδυασμό με το ιστορικό των επιθέσεων και των πολιτικών αλλαγών στην περιοχή, εξηγεί εν μέρει την υποβάθμιση της περιοχής και την παρακμή του λιμανιού που ήταν, μέχρι τα τέλη της Βυζαντινής περιόδου, ένα δραστήριο εμπορικό σημείο.
Ωστόσο, στη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής, το λιμάνι αποτέλεσε σημαντικό κέντρο του εμπορίου.
Η ανακάλυψη επιγραφών που αναφέρουν τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο τον Β’ και τον Ιουλιανό, μαρτυρούν ότι, η δραστηριότητά του διήρκεσε έως τη Βυζαντινή Περίοδο, τουλάχιστον μέχρι τον τέταρτο αιώνα μ.Χ.
Η ιστορία του λιμανιού της Ανδριακής
Το λιμάνι ιδρύθηκε στις αρχές της Ελληνιστικής Περιόδου, με τον κύριο οικισμό του να εκτείνεται σε δύο λόφους εκατέρωθεν της εισόδου του λιμανιού. Πρώτη αναφορά της τοποθεσίας γίνεται το 197 π.Χ. από τον Αντίοχο τον Γ’.
Ο Βρούτος, το 43 π.Χ. ανέθεσε στον Ρωμαίο πολιτικό και στρατηγό, Πόπλιος Κορνήλιος Λέντουλος Σπίνθερ, τη συγκέντρωση χρημάτων. Ο Πόπλιος Κορνήλιος έπρεπε να σπάσει την αλυσίδα άμυνας της εισόδου του λιμανιού ώστε να κατευθυνθεί ανοδικά προς τα Μύρα. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, το 50 μ.Χ., το πλοίο που μετέφερε τον αιχμάλωτο Απόστολο Παύλο στη Ρώμη για τη δίκη του, σταμάτησε στο λιμάνι, όπως αναφέρεται στη Βίβλο.
Το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αυστρίας, το οποίο από το 2005, διεξάγει ανασκαφές στο σημείο, ανακάλυψε τα ερείπια ενός ρωμαϊκού horreum (ή σιταποθήκης), στη βόρεια πλευρά της εισόδου του λιμανιού. Μία επιγραφή, υποδηλώνει ότι η σιταποθήκη χτίστηκε το 119 μ.Χ. στη διάρκεια της τρίτης θητείας του Αυτοκράτορα Αδριανού.
Μαζί με τα Πάταρα, η Ανδριακή, ήταν ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια για τους στόλους των σιτηρών από την Αίγυπτο, οι οποίοι αρχικά είχαν προορισμό τη Ρώμη και σταδιακά αυξανόμενα την Κωνσταντινούπολη, από τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. και εξής.
Εκτός από το horreum, είχαν ανεγερθεί μία άλλη αποθήκη, μία μεγάλη πλατεία και άλλα κτίρια στη νότια ακτή του λιμανιού, το μεγαλύτερο τμήμα του οποίου τώρα είναι κατεστραμμένο. Ένα υδραγωγείο διασφάλιζε την παροχή νερού, η οποία προγενέστερα, πραγματοποιούταν αποκλειστικά με δεξαμενές.
Στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, στην Ανδριακή παραγόταν η πορφυρή βαφή, όπως αποδεικνύεται από την μεγάλη συγκέντρωση κελυφών από το σαλιγκάρι που την παράγει, στα ανατολικά της πλατείας που βρίσκεται η σιταποθήκη. Πιθανόν ο οικισμός να εγκαταλείφθηκε τον Μεσαίωνα, εξαιτίας της έντονης καθίζησης στη λεκάνη του λιμανιού, και, κατά την Οθωμανική περίοδο, χτίστηκε ένα μικρό οχυρό στο δυτικό άκρο του βόρειου λόφου.
Το άκρως εντυπωσιακό horreum
Σήμερα, η δημόσια αποθήκη της αρχαιότητας, το horreum, έχει μετατραπεί στο Μουσείο των Πολιτισμών της Λυκίας. Είναι μία μνημειακή δομή 62 επί 35 μέτρα, η οποία καταλαμβάνει συνολικά μία περιοχή περίπου 2.385 τ.μ. και έχει δυνατότητα αποθήκευσης μέχρι 6.000 κυβικών μέτρων σιτηρών.
Το κτίριο έχει τραπεζοειδές σχέδιο και, απαρτίζεται από οκτώ τμήματα ή διαζώματα με ελαφρές παραλλαγές στο μέγεθος, καθώς τα δύο διαζώματα στα ανατολικά άκρο είναι κάπως μικρότερα από τ’ άλλα. Η συγκεκριμένη διαφορά μπορεί να εξυπηρετούσε λειτουργικούς σκοπούς, όπως η αποθήκευση διαφορετικών ειδών προϊόντων ή τομείς διοίκησης.
Η πρόσοψη έχει μία μακριά, ανοιχτή στοά που περιστοιχίζεται από τα δύο άκρα της, από μικρές κατασκευές που μάλλον εξυπηρετούσαν βοηθητικούς σκοπούς ή τον έλεγχο της πρόσβασης. Τα διαζώματα χωρίζονται από χοντρούς τοίχους και οι πόρτες ανάμεσά τους διαφοροποιούνται σε μέγεθος.
Οι πόρτες δεν ακολουθούν μία ενιαία διάταξη, κάτι που υποδηλώνει ότι το συγκεκριμένο σχέδιο αποσκοπούσε στον έλεγχο της εισροής ανθρώπων και αγαθών. Οι τοίχοι της πρόσοψης έχουν πάχος περίπου 80 εκ., ενώ οι εσωτερικοί τοίχοι είναι πιο στιβαροί, φτάνοντας τα 95 εκ., τονίζοντας την ανθεκτικότητα της δομής που σχεδιάστηκε για την υποστήριξη και φύλαξη μεγάλων φορτίων για αποθήκευση.
Η πρόσοψη έχει ένα ενιαίο διακοσμητικό επίπεδο, με τετράγωνα παράθυρα πάνω από τις πόρτες, καθένα από τα οποία καλύπτεται από ένα γύψινο. Η παραπάνω αναθηματική επιγραφή στα Λατινικά εκτείνεται σ’ ολόκληρη την πρόσοψη και αναφέρει τον Αδριανό ως τον αυτοκράτορα που αποφάσισε την ανέγερση της κατασκευής.
Επιπλέον, η παρουσία προτομών του Αδριανού και της συζύγου του, Φαυστίνας, αποτελούν συμβολικές λεπτομέρειες που αναδεικνύουν τη σχέση του κτιρίου με την αυτοκρατορία. Η επιγραφή με μεγάλα, άτονα γράμματα, τονίζει την αφιέρωση του κτιρίου στον αυτοκράτορα, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του ως ευεργέτη και διοικητή της αυτοκρατορίας.
Ο σκοπός της σιταποθήκης
Η λειτουργία της σιταποθήκης, έχει αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αρχικά, ορισμένοι ερευνητές πρότειναν ότι το κτίριο χρησίμευε ως στρατιωτική αποθήκη, πιθανώς σχετιζόμενη με το «Annona», το σύστημα εφοδιασμού των ρωμαϊκών δυνάμεων.
Ωστόσο, το σχετικά μικρό μέγεθος της σιταποθήκης, σε σύγκριση με άλλα ρωμαϊκά «Horreum» (όπως αυτά στη Ρώμη ή τη Βιέννη), και την περιορισμένη εμπορική δραστηριότητα της Ανδριακής, υποδηλώνουν ότι, η αποθήκη αυτή δεν προοριζόταν για την εξυπηρέτηση μεγάλης κλίμακας προμηθευτικών αναγκών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το πιθανότερο είναι η σιταποθήκη της Ανδριακής να προοριζόταν για αποθήκευση, για το τοπικό εμπόριo.
Μπορεί να μην ήταν κομβικό σημείο διανομής για ολόκληρη την Αυτοκρατορία, όμως φαίνεται ότι, η σιταποθήκη ήταν εφοδιαστικό κέντρο που εξυπηρετούσε τις τοπικές ανάγκες και, ενδεχομένως τις ανάγκες των Μύρων, της Λυκίας και άλλων, παρακείμενων οικισμών.
Αυτό δεν μειώνει την σπουδαιότητά του, καθώς αποδεικνύει μία κοινή πρακτική στις ρωμαϊκές επαρχίες, αυτή της ίδρυσης αποθηκευτικών εγκαταστάσεων για τη διασφάλιση της προμήθειας των αναγκαίων αγαθών, ειδικά των παράκτιων περιοχών που υπόκειντο σε εποχικές διακυμάνσεις παροχής πόρων και τις εναλλαγές στο θαλάσσιο εμπόριο.
Η σιταποθήκη της Ανδριακής, παρουσιάζει αρχιτεκτονικές ομοιότητες με άλλες ρωμαϊκές αποθήκες, όπως είναι το κτίριο στην πόλη Mazelles, στη Γαλλία, οδηγώντας ορισμένους μελετητές στην υπόθεση περί ενός κοινού λειτουργικού μοτίβου. Τα δύο κτίρια έχουν ένα σπονδυλωτό σχέδιο, με χώρους αφιερωμένους σε βοηθητικές λειτουργίες στην πρόσοψη και με μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους.
Η πρακτική αντίληψη της Αυτοκρατορίας μέσα από την αρχιτεκτονική της
Η σιταποθήκη του Αδριανού στην Ανδριακή, είναι ένα κορυφαίο ορόσημο για την κατανόηση της χρηστικής αρχιτεκτονικής και της οργάνωσης του εμπορίου και της αποθήκευσης στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Ο σχεδιασμός της, που συνδυάζει τη λειτουργικότητα με στοιχεία μνημειακότητας και αυτοκρατορικού συμβολισμού, αντανακλά τη ρεαλιστική προσέγγιση της Ρώμης στην της διοίκηση των επαρχιών.
Μπορεί η εμπορική του σημασία να ήταν περιορισμένη, σε σύγκριση με άλλα σημαντικά κέντρα διανομής της εποχής, ωστόσο η σιταποθήκη της Ανδριακής, μας θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο η Ρώμη ένωσε τα απόμακρα εδάφη της αυτοκρατορίας της, μέσω των υποδομών και των προμηθευτικών της στρατηγικών.