Πέμπτη, 20 Νοεμβρίου, 2025
More

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    «Μνήμες Δικτατορίας» μέσα από 10 αντιδικτατορικά φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου

    Επιμέλεια: Αντώνης Ζήβας

    Η 17η Νοεμβρίου καθιερώθηκε το 1981 ως η επίσημη ημέρα τιμής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και, κατ’ επέκταση — έστω κι αν τα δύο γεγονότα δεν ταυτίζονται χρονικά ή αιτιακά — ως μια συμβολική αναφορά στην πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών.

    Η περίοδος της δικτατορίας (1967-1973) χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένους περιορισμούς και απαγορεύσεις που σημάδεψαν τον ελληνικό λαό, με τους αριστερούς πολίτες και τις μειονότητες να βρίσκονται στο επίκεντρο των διώξεων.

    Επειδή μιλάμε για ένα ιστορικό γεγονός σχετικά πρόσφατο, πολλοί από όσους έζησαν τα χρόνια της επταετίας παραμένουν ενεργοί και κουβαλούν ακόμη τη μνήμη της δικτατορίας ως μια χειροπιαστή απειλή, που  κατά τη δική τους εμπειρία, μπορεί να επιστρέψει εάν η κοινωνία εφησυχάσει.

    Μέσα σε αυτό το κλίμα καταστολής, η τέχνη αποτέλεσε σημαντικό μέσο αντίστασης. Ακόμη και την εποχή της Χούντας, δημιουργοί κατάφεραν να γυρίσουν και να διακινήσουν παράνομα ταινίες που διαφοροποιούνταν από το ιδεολογικό πλαίσιο των Συνταγματαρχών, αμφισβητώντας τα συντηρητικά πρότυπα της εποχής.

    Στις 21 Απριλίου 2021, εν μέσω της πανδημίας, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος παρουσίασε ένα διαδικτυακό αφιέρωμα με τίτλο «Μνήμες Δικτατορίας», στο πλαίσιο της σειράς «Η Ταινιοθήκη στο σπίτι».

    Η θεματική ξεκίνησε συμβολικά την ίδια ημέρα με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και περιελάμβανε ελληνικές αντιδικτατορικές ταινίες που δημιουργήθηκαν είτε την περίοδο της Χούντας είτε μετά την κατάρρευσή της.

    Στο πρόγραμμα συμμετείχαν έργα σημαντικών σκηνοθετών, όπως ο Ροβήρος Μανθούλης, ο Νίκος Κούνδουρος, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Παντελής Βούλγαρης, η Φρίντα Λιάππα, ο Παύλος Τάσιος και άλλοι δημιουργοί.

    Παρακάτω παρουσιάζονται δέκα ταινίες με έντονο αντιδικτατορικό στίγμα, κάποιες από τις οποίες συμπεριλήφθηκαν και στο αφιέρωμα της Ταινιοθήκης — ιδανικές για να τις παρακολουθήσει κανείς ενόψει της φετινής επετείου του Πολυτεχνείου, που τιμάται τη Δευτέρα 17 Νοεμβρίου.

    «Πρόσωπο με Πρόσωπο» (Ροβήρος Μανθούλης, 1966)

     

    Μία από τις πρώτες ταινίες που ενόχλησαν το καθεστώς, αποτυπώνοντας με διεισδυτικό τρόπο τη σύγκρουση του ατόμου με τις πολιτικές πιέσεις της εποχής.

    Παρότι η ταινία «Πρόσωπο με πρόσωπο» τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο 7ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε τελικά και τον λόγο που ο Ροβήρος Μανθούλης άφησε οριστικά την Ελλάδα.

    Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία της, το καθεστώς της Χούντας προχώρησε στην απαγόρευσή της, επικαλούμενο τη «γενικότερη στάση» και το περιεχόμενό της. Εκείνη την περίοδο ο Μανθούλης βρισκόταν στην Ιέρ της Νότιας Γαλλίας για προβολή του φιλμ· όταν πληροφορήθηκε την απόφαση της λογοκρισίας, επέλεξε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και κατόπιν στη Γενεύη.

    Η ιστορία της ταινίας παρακολουθεί τον Δημήτρη Εμμανουήλ (Κώστας Μεσσάρης), έναν νεαρό καθηγητή αγγλικών από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος προσλαμβάνεται από έναν εύπορο επιχειρηματία της Αλεξάνδρειας (Λάμπρος Κοτσίρης) για να διδάξει την κόρη του λίγο πριν τον αρραβώνα της με έναν Άγγλο.

    Με τόλμη για την εποχή της, η ταινία αγγίζει ζητήματα ταξικών ανισοτήτων και στρέφει το βλέμμα της στα προνόμια των ισχυρών: από τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τις νεόπλουτες μητέρες — ρόλο που ενσαρκώνει η Θεανώ Ιωαννίδου — μέχρι τους προνομιούχους νέους, που υποδύονται η Ελένη Σταυροπούλου και ο Αλέξης Γεωργίου.

    Στο φιλμ, ο κόσμος των «από πάνω» αντιπαραβάλλεται με μια μαζική διαδήλωση έξω από την χλιδάτη πολυκατοικία τους, μια εικόνα που λειτουργεί ως συμβολικό σχόλιο για την κοινωνική απόσταση.

    Παρότι η ταινία χτυπήθηκε άμεσα από τη λογοκρισία των Συνταγματαρχών, μετά τη Μεταπολίτευση επανεκτιμήθηκε και πλέον θεωρείται ένα από τα κλασικά έργα του ελληνικού κινηματογράφου.

    «Vortex ή Το Πρόσωπο της Μέδουσας» (1967), του Νίκου Κούνδουρου

     

    Η πιο ανορθόδοξη —και κατά πολλούς η πιο δυσπρόσιτη— δημιουργία του Νίκου Κούνδουρου, του σκηνοθέτη που υπέγραψε τον «Δράκο» και τη «Μαγική Πόλη», θεωρείται το «Vortex ή Το Πρόσωπο της Μέδουσας».

    Ο ίδιος ο Κούνδουρος είχε περιγράψει το φιλμ ως προϊόν μιας ταραγμένης περιόδου λίγο πριν από τη δικτατορία: μια πράξη φυγής, μια έκφραση κόπωσης αλλά και οργής, ή και όλα αυτά ταυτόχρονα. «Ως ένα σημείο είναι ένα πείραμα», είχε σχολιάσει. «Μια άσκηση σε τεντωμένο σκοινί, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταρρεύσει στο κενό».

    Αντίστοιχα διστακτικά στάθηκαν και τα μεγάλα αμερικανικά στούντιο της εποχής —Paramount, 20th Century Fox και United Artists— τα οποία απέρριψαν την ταινία χαρακτηρίζοντάς την «απροσδιόριστη» και «ακατάτακτη», καθώς δεν ταίριαζε σε κανένα αναγνωρίσιμο κινηματογραφικό είδος για το κοινό των ΗΠΑ.

    Γυρισμένο κατά ένα μέρος σε αιγαιοπελαγίτικο νησί στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και ολοκληρωμένο χρόνια αργότερα στο Λονδίνο και τη Ρώμη, το «Vortex» είναι ουσιαστικά η σύνθεση δύο διαφορετικών ταινιών που συνενώνονται για να αφηγηθούν μια ιστορία «ανθρωποφαγίας».

    Στο κέντρο βρίσκεται μια μαγνητική γυναικεία μορφή, σχεδόν μυθική: μια σύγχρονη μέδουσα ή αράχνη, που απορροφά αδίστακτα κάθε άνδρα που έρχεται στον δρόμο της.

    Ο Κούνδουρος, αναστοχαζόμενος το αποτέλεσμα, είχε παραδεχτεί πως το εγχείρημα δεν οδήγησε εκεί όπου οραματιζόταν. «Όχι επειδή η ταινία είναι κακή —τα όρια μεταξύ καλού και κακού είναι πλέον ρευστά— αλλά επειδή ο δρόμος που άνοιγε ήταν αδιέξοδος».

    Έτσι, το «Vortex» μένει ως ένα έργο χωρίς «μέλλον» και χωρίς «παρελθόν», αιωρούμενο ανάμεσα στην απόλαυση και στη δυσφορία. «Τα ένιωσα και τα δύο», είχε πει ο σκηνοθέτης, καταλήγοντας: «Τώρα, η σειρά σας».

    «Z» (1969), του Κώστα Γαβρά

     

    Παρότι τυπικά δεν θεωρείται ελληνική παραγωγή, το «Z» του Κώστα Γαβρά αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές πολιτικές ταινίες που συνδέθηκαν στενά με την Ελλάδα.

    Πρόκειται για μια γαλλοαλγερινή δημιουργία, με πρωταγωνιστές τους Ιβ Μοντάν και Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, όμως η καρδιά της ιστορίας πάλλεται καθαρά ελληνικά και παραπέμπει ευθέως στο πολιτικό κλίμα της χώρας λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

    Ο Γαβράς, που είχε μετακινηθεί στη Γαλλία από τα μαθητικά του χρόνια και είχε πλέον αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα, παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην πατρίδα του από απόσταση.

    Παρ’ όλα αυτά, επέλεξε να μεταφέρει στον κινηματογράφο το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού, το οποίο ανασυνθέτει τη δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη και αποκαλύπτει την εμπλοκή των κρατικών μηχανισμών της εποχής, τότε που κυβερνούσε η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

    Το φιλμ γυρίστηκε μετά το πραξικόπημα του 1967 και λειτουργεί ως έμμεση αλλά σαφέστατη καταγγελία της Χούντας.

    Παρόλο που η παραγωγή πραγματοποιήθηκε στο Αλγέρι, η αίσθηση της Ελλάδας είναι διάχυτη: από τις εμφανείς πινελιές ελληνικής καθημερινότητας μέχρι τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και τη συμμετοχή της Ειρήνης Παπά. Το «Z» γνώρισε τεράστια αποδοχή διεθνώς· ο κριτικός Ρότζερ Ίμπερτ το χαρακτήρισε ως την κορυφαία ταινία του 1969.

    Μαζί με τις μαρτυρίες για τα βασανιστήρια στη διάρκεια της δικτατορίας, που την ίδια εποχή έβλεπαν το φως στο Παρίσι, συνέβαλε σημαντικά στο να απομονωθεί διεθνώς το καθεστώς και να οδηγηθεί στην πτώση του το 1973.

    «Μέρες του ’36» (1972), του Θόδωρου Αγγελόπουλου

     

    Με το αναγνωρίσιμο κινηματογραφικό του ιδίωμα —αυτό που τον ανέδειξε σε μια από τις κατεξοχήν μορφές του λεγόμενου «Αργού Σινεμά» και του χάρισε τον θαυμασμό δημιουργών όπως ο Μπέργκμαν, ο Κουροσάβα και ο Αντονιόνι— ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ουδέποτε δίστασε να στραφεί απέναντι σε αυταρχικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος των Συνταγματαρχών.

    Οι «Μέρες του ’36», η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του και η εισαγωγή της τριλογίας «Ιστορία» που κορυφώνεται με τον «Θίασο», τοποθετούνται σε μια περίοδο λίγο πριν από τη δικτατορία του Μεταξά.

    Με τους Βαγγέλη Καζάν, Θάνο Γραμμένο και Κώστα Παύλου στους βασικούς ρόλους, η ταινία λειτουργεί ως έμμεση αλλά ευδιάκριτη αναφορά στη χουντική πραγματικότητα.

    Ο Αγγελόπουλος όμως επέλεξε να αποφύγει όρους που θα ενεργοποιούσαν άμεσα τη λογοκρισία της εποχής —λέξεις με έντονο πολιτικό φορτίο, όπως «ελευθερία», «κομμουνισμός», «αντίσταση», «πολιτικοί κρατούμενοι». Αυτή η στρατηγική ασάφεια επέτρεψε στο έργο να περάσει μέσα από τα δίχτυα των ελεγκτικών μηχανισμών χωρίς να απαγορευτεί.

    Η ίδια η ιστορία τοποθετείται σε μια χρονικά θολή περίοδο, μια συνειδητή επιλογή που επιτρέπει στην

    «Ναι μεν, αλλά…» (1972), του Παύλου Τάσιου

     

    Η ταινία «Ναι μεν, αλλά…» του Παύλου Τάσιου, με τον Φάνη Χήνα να ενσαρκώνει τον ομώνυμο ήρωα, παρουσιάζει την καθημερινότητα ενός νεαρού άνεργου άνδρα που μαραζώνει στην επαρχία, αναζητώντας κάποιον λόγο για να συνεχίσει.

    Αν και το φιλμ δεν αναφέρεται άμεσα στο καθεστώς των Συνταγματαρχών, η πολιτική του διάσταση είναι διάχυτη: επίσημες ανακοινώσεις της κυβέρνησης στο ραδιόφωνο και το κλίμα καταπίεσης που πνίγει τους χαρακτήρες δημιουργούν μια υπόγεια, αλλά ξεκάθαρη, καταγγελία της Χούντας.

    Η ένταση αυτή ξεσπά συχνά σε ανεξήγητες πράξεις βίας, σαν αντίδραση σε ένα περιβάλλον που δεν αφήνει περιθώρια ανάσας.

    Η αφήγηση αρχίζει από το τραγικό της φινάλε: ο Φάνης έχει σκοτώσει μια νεαρή γυναίκα με την οποία διατηρούσε μια σύντομη σχέση και στη συνέχεια δίνει τέλος στη ζωή του πέφτοντας από ένα πολυώροφο κτήριο. Ένας δημοσιογράφος, τον οποίο υποδύεται ο Αλέξης Δαμιανός, προσπαθεί να ανασυνθέσει την πορεία προς αυτή την κατάρρευση, αναζητώντας τα αίτια που οδήγησαν στη διπλή τραγωδία.

    Το συγκεκριμένο έργο σηματοδοτεί και την έναρξη της σημαντικής πορείας του Τάσιου, ο οποίος αργότερα θα καταπιαστεί με μείζονα κοινωνικά ζητήματα σε ταινίες όπως το «Βαρύ… Πεπόνι», η «Παραγγελιά!» και τα «Βαποράκια». Με το «Ναι μεν, αλλά…», ωστόσο, κατάφερε κάτι σπάνιο: να δημιουργήσει μια βαθιά αντιδικτατορική ταινία μέσα στο ίδιο το περιβάλλον της λογοκρισίας, χωρίς ποτέ να στοχοποιηθεί από αυτήν.

    «Το προξενιό της Άννας» (1972), του Παντελή Βούλγαρη

     

    Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Παντελή Βούλγαρη αποτελεί μια αιχμηρή ματιά στην αθηναϊκή μικροαστική κοινωνία, η οποία –πιστή στις συντηρητικές της αντιλήψεις και στις μικροϋπολογισμένες επιδιώξεις της– παράγει τελικά καταπίεση και δυστυχία.

    Στο επίκεντρο βρίσκεται η Άννα (Άννα Βαγενά), μια νεαρή γυναίκα από την επαρχία που εργάζεται ως εσωτερική βοηθός σε μια αυστηρά πατριαρχική οικογένεια της πρωτεύουσας.

    Καθώς η Άννα έχει πλέον φτάσει «σε ηλικία γάμου», το σπίτι όπου εργάζεται αναλαμβάνει να της βρει σύζυγο.

    Της συστήνουν τον Κοσμά, έναν λίγο μεγαλύτερό της άντρα, με τον οποίο εκείνη αρχίζει διστακτικά μια γνωριμία που σύντομα εξελίσσεται σε ερωτικό δεσμό. Όμως, όταν η κυρία του σπιτιού αντιλαμβάνεται ότι ο ενδεχόμενος γάμος της Άννας σημαίνει ότι η οικογένεια θα χάσει την πολύτιμη υπηρέτριά της, κινεί γη και ουρανό για να σταματήσει τη σχέση.

    Η Άννα επιστρέφει έτσι, πληγωμένη, στη σκληρή καθημερινότητά της και τελικά αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει στο χωριό της μαζί με τη μητέρα της, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η απόφαση αυτή θα τη φέρει αντιμέτωπη με νέες δυσκολίες, χωρίς το σταθερό εισόδημα που μέχρι τότε εξασφάλιζε.

    Παρότι το φιλμ δεν εκφράζεται άμεσα σε πολιτικό επίπεδο, ο Βούλγαρης αφήνει μια σαφή υπαινικτική γραμμή: η εξουσιαστική στάση της αθηναϊκής μεσαίας τάξης απέναντι στην Άννα λειτουργεί σαν μεταφορά του τρόπου με τον οποίο η δικτατορία χειριζόταν τους πολίτες – με αυταρχισμό, έλεγχο και απόλυτη αδιαφορία για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

    «Ιωάννης ο βίαιος» (1973), της Τώνιας Μαρκετάκη

     

    Με σπουδές κινηματογράφου στο Παρίσι, η Τώνια Μαρκετάκη επιστρέφει στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και γυρίζει την πρώτη της ταινία στη χώρα, τον «Ιωάννη τον Βίαιο». Η ματιά της έχει ήδη διαμορφωθεί από το τότε ανατρεπτικό κύμα της Nouvelle Vague και από δημιουργούς όπως ο Γκοντάρ, ο Μελβίλ και η Βαρντά, επιρροές που αποτυπώνονται καθαρά στη δομή και την αισθητική του φιλμ.

    Το έργο επικεντρώνεται στον Ιωάννη Ζάχο (Μανώλης Λογιάδης), έναν άντρα με βαθιά διαταραγμένη ψυχοσύνθεση, ο οποίος φαντασιώνεται τη δολοφονία γυναικών για να επιβεβαιώσει τον ανδρικό του ρόλο. Η ταινία, τραχιά και καταγραφική σαν ντοκιμαντέρ, συγκλόνισε το κοινό της εποχής και κατέκτησε μια ξεχωριστή θέση στο ξεκίνημα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.

    Αν και δεν αναφέρεται άμεσα στη χούντα, το έργο της Μαρκετάκη αγγίζει έμμεσα το πολιτικό κλίμα: πίσω από την ατομική βία του ήρωα μπορεί κανείς να διακρίνει την πίεση, τον φόβο και την παραμόρφωση που προκαλούσε το αυταρχικό καθεστώς στην κοινωνία. Είναι μια ταινία που μιλά για την έκρηξη της καταστολής όχι μέσα από πολιτικά συνθήματα, αλλά μέσα από τις σκιές που αφήνει στην ψυχή.

    «Μαύρο + Άσπρο» (1973), των Θανάσης Ρεντζής και Νίκος Ζερβός

    Aν και η πλοκή της ταινίας είναι στενά δεμένη με την περίοδο της δικτατορίας και γυρίστηκε αμέσως μετά την κατάληψη της Νομικής το 1973, τα ζητήματα που θίγει ξεπερνούν τα όρια της ελληνικής πραγματικότητας και αγγίζουν και «ελεύθερες» κοινωνίες.

    Το «Μαύρο + Άσπρο», σε σκηνοθεσία Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού, είναι μια ροκ ταινία διεθνών προδιαγραφών που ακολουθεί την πορεία ενός νεαρού άνδρα (Γιώργος Τσεμπερόπουλος), ο οποίος φτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών.

    Αποφασισμένος να κρατηθεί μακριά από την αναταραχή των γεγονότων του Πολυτεχνείου και να αφοσιωθεί στις σπουδές του, ο πρωταγωνιστής συνάπτει σχέση με μια κοπέλα, βρίσκει δουλειά σε γκαλερί και τελικά καταλήγει σε διαφημιστικό γραφείο.

    Η ταινία προβλήθηκε κατά τις ημέρες της επετείου του Πολυτεχνείου στην «Αλκυονίδα», λίγο πριν ο κινηματογράφος αναγκαστεί να κατεβάσει ρολά λόγω των περιοριστικών μέτρων που επέβαλε η χούντα του Ιωαννίδη.

    «Αλδεβαράν» (1975), του Ανδρέα Θωμόπουλου

    Όπως και το «Μαύρο + Άσπρο» των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού, έτσι και το «Αλδεβαράν» του Ανδρέα Θωμόπουλου ξεπερνά τα όρια μιας απλής αντιδικτατορικής ταινίας. Συνδυάζοντας στοιχεία ταινίας και συναυλίας, το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Θωμόπουλου, που λίγα χρόνια αργότερα γύρισε τον «Ασυμβίβαστο» (1979) με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, αντλεί επιρροές από τα γαλλικά κινήματα της «Nouvelle Vague» και του «Λετρισμού».

    Ο Δημήτρης Φινινής υποδύεται τον «Ποιητή», έναν καλλιτέχνη που έχει διαγνωστεί με ανίατη ασθένεια και οι γιατροί του δίνουν δύο χρόνια ζωής. Η ταινία παρακολουθεί την καθημερινότητά του στο φανταστικό Αλμικανταρέ, στην υποτιθέμενη χώρα Αλδεβαράν, μια αλληγορία της Ελλάδας.

    Ο «Ποιητής» διατηρεί στενή φιλία με τον Κρις (Δημήτρης Πουλικάκος), ο οποίος, μόλις μαθαίνει για την επικείμενη μοίρα του φίλου του, αποφασίζει να διαλύσει τη μπάντα τους και να φύγει για την Ευρώπη. Στην ταινία κυριαρχεί η ζωντανή μουσική της μπάντας Εξαδάκτυλος, με τον Πουλικάκο, που παίζουν επιτυχίες όπως τα «Σκόνη πέτρες λάσπη» και «Ο γιατρός».

     

    «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» (1982), της Φρίντας Λιάππα

     

    Η Φρίντα Λιάππα στάθηκε απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς τόσο μέσα από τη δουλειά της στον χώρο της τέχνης όσο και ως ακτιβίστρια. Ως μέλος του φοιτητικού γραφείου της Φιλοσοφικής και της Νεολαίας, μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, εντάχθηκε σε παράνομες αντιδικτατορικές δραστηριότητες, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή της το 1968 και σε βασανιστήρια στις Φυλακές Αβέρωφ, ενώ παράλληλα διαγράφηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

    Στον κινηματογράφο έκανε τα πρώτα της βήματα ως σκριπτ στην ταινία «Το Προξενιό της Άννας» του Παντελή Βούλγαρη.

    Η δική της ταινία, «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις», αφηγείται μια ερωτική ιστορία στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης, ανάμεσα σε μια δημοσιογράφο με αριστερές πεποιθήσεις και έναν ηθοποιό που έχει απομακρυνθεί από το θέατρο.

    Ο τίτλος της ταινίας δανείζεται από ένα τραγούδι του Μητροπάνου και φέρει έντονο πολιτικό χαρακτήρα, αποτυπώνοντας όχι μόνο συγκεκριμένα γεγονότα αλλά μια ολόκληρη γενιά, τη λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», διαμορφωμένη από τον αντιδικτατορικό αγώνα. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Μπέτυ Αρβανίτη, Δημήτρης Πουλικάκος και Νένα Μεντή.

     

    Πηγή

    Latest Posts

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK