Μια πρωτοποριακή θεραπευτική μέθοδος για τη στυτική δυσλειτουργία, που βασίζεται στη χρήση βλαστοκυττάρων, βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο ανάπτυξης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Η στυτική δυσλειτουργία αποτελεί μια συχνή πάθηση που μπορεί να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες των ανδρών, με τη συχνότητα να αυξάνεται σημαντικά μετά τα 70. Στην Ελλάδα κάθε χρόνο καταγράφονται περίπου 300.000 νέες περιπτώσεις, από ήπιες έως σοβαρές. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Ουρολογίας – Ανδρολογίας του ΑΠΘ, Ιωάννης Βακαλόπουλος, «στην ηλικία των 40 ετών περίπου το 17% των ανδρών παρουσιάζει ήπια δυσλειτουργία, άλλο ένα 17% μέτρια και το 5% σοβαρή. Στα 70, η σοβαρή μορφή αγγίζει το 15%, η μέτρια φτάνει το 34%, ενώ η ήπια παραμένει γύρω στο 17%. Συνολικά, στην προχωρημένη ηλικία το 65-70% των ανδρών εμφανίζει κάποια μορφή στυτικής δυσλειτουργίας».
Για την αντιμετώπιση υπάρχουν οι συμπτωματικές θεραπείες και οι θεραπείες αποκατάστασης. Μια νέα, υπό διερεύνηση μέθοδος είναι η θεραπεία με βλαστοκύτταρα. Με αφορμή σχετική ανακοίνωσή του στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αναγεννητικής Ιατρικής (5-7 Σεπτεμβρίου, ΚΕΔΕΑ), ο κ. Βακαλόπουλος μίλησε για τα αίτια, τις διαθέσιμες επιλογές και τις προοπτικές της καινοτόμου αυτής θεραπευτικής προσέγγισης.
Το συνέδριο με τίτλο «Παρόν και μέλλον της Αναγεννητικής Ιατρικής», που διοργανώνεται από την Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της Αναγεννητικής Ιατρικής σε συνεργασία με το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών “Βλαστοκύτταρα και Αναγεννητική Ιατρική”, φιλοξενεί κορυφαίους επιστήμονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. «Πρόκειται για ένα σημαντικό γεγονός που αναδεικνύει τη χώρα μας ως ενεργό κόμβο στην παγκόσμια ιατρική καινοτομία» τονίζει ο ομότιμος καθηγητής Γεώργιος Κολιάκος, πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής.
Η στυτική δυσλειτουργία και οι αιτίες της
Η στυτική δυσλειτουργία ορίζεται ως η αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης στύσης που επιτρέπει την ολοκλήρωση της σεξουαλικής πράξης. Οι αιτίες μπορεί να είναι οργανικές ή ψυχολογικές.
Στις οργανικές περιλαμβάνονται οι παθήσεις που επηρεάζουν τα αγγεία και τα νεύρα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, η αθηροσκλήρυνση, το μεταβολικό σύνδρομο και οι βλάβες από χειρουργικές επεμβάσεις. Επιπλέον, οι ορμονικές διαταραχές όπως ο υπογοναδισμός (χαμηλή τεστοστερόνη), τα προβλήματα προστάτη και η λήψη φαρμάκων (ιδίως ψυχοφάρμακα και καρδιολογικά) παίζουν σημαντικό ρόλο.
Στους ψυχολογικούς παράγοντες συγκαταλέγονται το άγχος, το στρες και το άγχος επίδοσης, τα οποία συχνά δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο που επιδεινώνει τη δυσλειτουργία. Συχνά, μάλιστα, υπάρχει συνδυασμός οργανικών και ψυχολογικών αιτίων.
Συμπτωματικές και αποκαταστατικές θεραπείες
Σήμερα, οι περισσότερες διαθέσιμες θεραπείες είναι συμπτωματικές, δηλαδή προκαλούν στύση χωρίς να θεραπεύουν την αιτία. Σε αυτές ανήκουν τα φάρμακα (π.χ. Viagra), οι ενέσεις και οι πεϊκές προθέσεις.
Αντίθετα, οι θεραπείες αποκατάστασης στοχεύουν στη διόρθωση των αιτιών. Αυτές ανήκουν στην κατηγορία της αναγεννητικής ιατρικής και περιλαμβάνουν τα κρουστικά κύματα χαμηλής έντασης, την έγχυση PRP (πλάσμα εμπλουτισμένο με αιμοπετάλια) και τα βλαστοκύτταρα. Όπως σημειώνει ο κ. Βακαλόπουλος, τα τελευταία είναι πιο σύνθετα και πιο δαπανηρά σε σχέση με τις υπόλοιπες μεθόδους.
Η μέθοδος των βλαστοκυττάρων
Η πειραματική θεραπεία βασίζεται στη χρήση αρχέγονων κυττάρων που προέρχονται είτε από τον ίδιο τον ασθενή (αυτόλογα) είτε από δότη (ετερόλογα). Αυτά τα κύτταρα, που δεν έχουν ακόμη διαφοροποιηθεί, μπορούν είτε να μετατραπούν σε αγγειακά ή νευρικά κύτταρα, είτε να εκκρίνουν ουσίες που έχουν θεραπευτική δράση.
Σε αντίθεση με τα φάρμακα που απλώς προκαλούν στύση, η μέθοδος στοχεύει στη διόρθωση της αιτίας της δυσλειτουργίας και στη μόνιμη αποκατάσταση της στυτικής ικανότητας. Ωστόσο, παραμένει σε πειραματικό στάδιο.
Τα μέχρι τώρα δεδομένα
Όπως εξηγεί ο κ. Βακαλόπουλος, τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά. Οι μελέτες σε πειραματόζωα δείχνουν σαφή βελτίωση, ενώ οι κλινικές μελέτες σε ανθρώπους (περίπου 10 μελέτες με συνολικά 50 συμμετέχοντες από το 2008 έως το 2023) δείχνουν θετικά αποτελέσματα στη βελτίωση της στύσης. Παρ’ όλα αυτά, η μέθοδος δεν εφαρμόζεται ακόμα στην κλινική πράξη, καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες για την τυποποίηση και ασφάλειά της.