Πώς ένα ξεχασμένο γράμμα έφερε κοντά την ποιήτρια και τους αδερφούς Κατσιμίχα
Ο καλλιτεχνικός κόσμος θρηνεί την απώλεια της μεγάλης ποιήτριας, Λένας Παππά, η οποία «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών.
Ωστόσο, ενδιαφέρον έχει μια τρυφερή και σχεδόν «μεταφυσική» ιστορία που στο παρελθόν εμπιστεύτηκε η ποιήτρια στο περιοδικό «Ποιείν», περιγράφοντας πώς τα ποιήματά της έγιναν τραγούδια από τους αγαπημένους της καλλιτέχνες, τους αδελφούς Κατσιμίχα. Μια ιστορία που ξεκινά με ένα χαμένο βιβλίο, μια απίθανη σύμπτωση και καταλήγει σε μια συγκινητική δημιουργική συνάντηση.
Όλα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1994, όταν η Λένα Παππά έλαβε ένα γράμμα από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα. Την ενημέρωναν πως ο Χάρης είχε βρει εντελώς τυχαία στη βιβλιοθήκη ενός φίλου του το βιβλίο της «Αρτεσιανά» και, συγκινημένος από τα ποιήματά της, είχε συνθέσει μουσική για τέσσερα από αυτά. Με ευγένεια και σεβασμό, της ζητούσαν την άδεια να τα κυκλοφορήσουν σε δίσκο.
Το απίθανο στην υπόθεση, όπως αφηγείται η ίδια, είναι πως η ίδια είχε προσπαθήσει να φτάσει το βιβλίο αυτό στα χέρια των Κατσιμιχαίων αρκετά χρόνια πριν. Το 1991, στην τελευταία τους παράσταση στο «ΜΕΤΡΟ», είχε στείλει Τα «Αρτεσιανά» μέσω της κόρης της –επίσης θαυμάστριας τους– σε έναν συνεργάτη τους, ο οποίος όμως φαίνεται πως ξέχασε να τους το παραδώσει.
Το βιβλίο δεν έφτασε ποτέ στους ίδιους.
Κι όμως, περίπου δύο χρόνια αργότερα, ένα αντίτυπο του ίδιου έργου εμφανίστηκε «σα να το έφερε η μοίρα», όπως λέει η Παππά, μπροστά στον Χάρη Κατσιμίχα, ο οποίος το δανείστηκε, το διάβασε και ένιωσε έμπνευση. Έγραψε τη μουσική, την άφησε για καιρό στο συρτάρι, και μόνο όταν την ξανάκουσε, αποφάσισε να την επεξεργαστεί και να την ηχογραφήσει.
«Μου έστειλαν ένα ωραιότατο γράμμα με λόγια της καρδιάς», αναφέρει η ποιήτρια, τονίζοντας τη συγκίνηση και τη χαρά της για τη δημιουργική αυτή σύμπραξη. «Φυσικά ενθουσιάστηκα, κολακεύτηκα, χάρηκα πάρα πολύ κι έδωσα αμέσως τη συγκατάθεσή μου γιατί τους αισθάνθηκα “συγγενικούς μου”, πολύ κοντά στην ψυχή μου. Ένιωσα πως “δεν έγραψα στο νερό” και πως η φωνή μου βρήκε ευήκοον ούς».
Τους Κατσιμιχαίους, όπως λέει, τους είχε πάντα στην καρδιά της. Θαυμάστρια του έργου τους, είχε ονειρευτεί να τους δώσει στίχους της. Και τελικά, η μοίρα φρόντισε γι’ αυτό –με έναν τρόπο σχεδόν μοιραίο και ποιητικό, όπως η ίδια η δημιουργία.
Τους συνάντησε μονάχα μία φορά, στα καμαρίνια μετά από συναυλία τους. «Μου απέπνεαν μια ευγένεια και μια ποιότητα. Δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλο πρόσωπο», σημειώνει. Αν και, όπως λέει, το άγχος της δεν της επέτρεψε να τους πει όσα ήθελε.
Αναφέρεται και σε ένα από τα τραγούδια, το «Του Έρωτα», το οποίο αρχικά δεν της άρεσε λόγω των παραδοσιακών, ηπειρώτικων ήχων του. «Ο πατέρας μου ήταν Ηπειρώτης και όταν ήμουν μικρή κάναμε συχνά γλέντια ακούγοντας τέτοια τραγούδια. Είχα μια απέχθεια». Όμως, μετά τη δεύτερη και τρίτη ακρόαση, «με συνεπήρε η μελοποίηση». Υποθέτει μάλιστα ότι, όπως εκείνη έγραψε το ποίημα αυθόρμητα, το ίδιο αυθόρμητα γράφτηκε και η μελωδία του Χάρη. «Αλλιώς δεν εξηγείται η αμεσότητα και η μαγεία της».
Αναφερόμενη και στα άλλα τραγούδια της συνεργασίας, όπως το «Δωμάτιο» και τα «Παλιά Καλοκαίρια», τονίζει πόσο η μουσική «ομορφαίνει» τα ποιήματά της. «Αναρωτιέμαι: εγώ έγραψα αυτά τα ποιήματα; Έχουν ταιριάξει απολύτως τα πνεύματά μας».
Η Λένα Παππά δεν κρύβει τον θαυμασμό της για τους αδελφούς Κατσιμίχα, προβλέποντας ότι δεν θα ξεχαστούν ποτέ. «Οι αληθινοί δημιουργοί είναι σαν τους μεταξοσκώληκες. Βγάζουν το σάλιο τους και αυτό γίνεται μετάξι», γράφει κλείνοντας –μια εικόνα που αποτυπώνει με ακρίβεια το είδος της δημιουργίας που σμίγει ψυχές, λέξεις και ήχους σε ένα έργο που αντέχει στον χρόνο.
Πηγή