Τετάρτη, 22 Οκτωβρίου, 2025
More

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    Η πιο στενή του συνεργάτιδα αποχαιρετά τον Διονύση Σαββόπουλο: «Θ’ ανταμωθούμε μια τρελή πρωτομαγιά»

    Η παραγωγός Ελένη Καλέση υπήρξε η πιο στενή συνεργάτιδα του Διονύση Σαββόπουλου κι επέλεξε να τον αποχαιρετίσει με έναν στίχο και μια κοινή τους φωτογραφία


    Με ένα δίστιχο από ένα αγαπημένο τραγούδι του, αποχαιρετά τον Διονύση Σαββόπουλο η παραγωγός και πιο στενή του συνεργάτιδα, Ελένη Καλέση.

    Με ανάρτησή της στα κοινωνικά δίκτυα, η Ελένη Καλέση γράφει: «Μέσα απ’ τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά Θ’ ανταμωθούμε μια τρελή πρωτομαγιά».

    Η ανάρτησή της συνοδεύεται από μια κοινή τους φωτογραφία: Προχωρούν μαζί, αγκαλιασμένοι, σε ένα καταράσινο ανοιξιάτικο τοπίο, λουσμένο στο φως του ήλιου, ενώ στο βάθος αχνοφαίνεται η θάλασσα.

    Μέσα απ’ τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά Θ’ ανταμωθούμε μια τρελή πρωτομαγιά


    Posted by Eleni Kalesi on Tuesday, October 21, 2025

    Το συγκεκριμένο δίστιχο είναι απόσπασμα από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου «Πρωτομαγιά», από τον δίσκο «Τραπεζάκια Έξω» που κυκλοφόρησε το 1983, σε μουσική και στίχους δικούς του. Ο Διονύσης Σαββόπουλος πέθανε χθες Τρίτη, 21 Οκτωβρίου, στα 81 του χρόνια, προκαλώντας θλίψη και συγκίνηση στο πανελλήνιο.

    Οι στίχοι του τραγουδιού:

    Όλες οι γραμμές μας στραβωθήκαν κι αποτύχαν

    Ευτυχώς το νιώθω απόλυτα καθώς

    Άπ’ το πίσω κάθισμα κοιτώ τα ίδια μέρη

    Τρυφερά με τα φανάρια μου σβηστά

    Άδεια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία

    Καθετί μισοχωμένο μες στη γη

    Όπως το κωφάλαλο αδερφάκι τώρα λάμπει

    Με το φως που βγάζει ο κόσμος ο μουγκός

    Μέσα απ’ τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά

    Θ’ ανταμωθούμε μια τρελή πρωτομαγιά

    Και το πλυμένο σώμα πίσω απ’ τα λουλούδια θα ενωθεί

    Σαν ζαλιστούμε απ’ των χορών μας το κρασί

    Σε παραλίες σκουπιδοτόπων με κασετόφωνα κι εγώ

    Μια πολιτεία σωριασμένη έχω σκοπό

    Όλα είναι τόσο τρομαγμένα μα τ’ αγαπάω ο φτωχός

    Δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός

    Δίπλα από το κύμα έχει τ’ άλογα λυμένα

    Θα τον δεις ο ασπροντυμένος μπουζουκτσής

    Κι όλο κατεβαίνουν καπνεργάτριες και προσκόποι

    Με φακούς μέσα από κρότους και καπνούς

    Τρέχουνε τα πεύκα το φεγγάρι ξεδιπλώνει

    Διαρκώς με γάζες σκοτεινές το φως

    Κι άγριες παρέες νεαρών με γυφτοπούλες

    Προσπερνούν και μαγεμένο μ’ οδηγούν

    Μέσα απ’ τη ζέστα του σφαγείου και με στεφάνια δροσερά

    Θ’ ανταμωθούμε μια τρελή πρωτομαγιά

    Και το πλυμένο σώμα πίσω απ’ τα λουλούδια θα ενωθεί

    Σαν ζαλιστούμε απ’ των χορών μας το κρασί

    Σε παραλίες σκουπιδοτόπων με κασετόφωνα κι εγώ

    Μια πολιτεία σωριασμένη έχω σκοπό

    Όλα είναι τόσο τρομαγμένα μα τ’ αγαπάω ο φτωχός

    Δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός

    Ο Διονύσης Σαββόπουλος μέσα από τα δικά του λόγια – «Αυτό είναι για μένα η μουσική»

    Ο Διονύσης Σαββόπουλος μέσα από τα δικά του λόγια – «Αυτό είναι για μένα η μουσική»

    Ο αγαπητός σε όλους «Νιόνιος», όπως τον αποκαλούσαν σχεδόν όλοι, ο τρανός καλλιτέχνης, αφήνει πίσω του μια σπουδαία μουσική παρακαταθήκη. Από τη Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκε μέχρι το απόγειο της καριέρας του ο Διονύσης Σαββόπουλος έμεινε πιστός στα όσα τον χαρακτήρισαν και τον διαμόρφωσαν από παιδική ηλικία. Αυτά μοιράζεται στο κεφάλαιο με τίτλο «Το τραύλισμα” στο βιβλίο της αυτοβιογραφίας του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2025, εκδ. Πατάκη).

    Διαβάστε ολόκληρο το κεφάλαιο, όπως το έγραψε ο ίδιος:

    Το τραύλισμα

    Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου του 1944. Την επομένη, 3 Δεκεμβρίου, άρχισε ή αλληλοσφαγή στην Αθήνα. Τα Δεκεμβριανά. Ο Ἐμφύλιος. Στη Θεσσαλονίκη είχαν μπει ήδη τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ με τον στρατηγό Μάρκο Βαφειάδη. Την πολιτική διοίκηση της Θεσσαλονίκης την είχε αναλάβει το ΕΑΜ. Στη γειτονιά μας μάλιστα υπήρχε μονάδα του ΕΛΑΣ με φυλάκιο και σκοπιά. Ἄλλαζαν βάρδιες.

    Στις 2 Δεκεμβρίου, την ημέρα που παραιτήθηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ από την κυβέρνηση, ετοιμόγεννη στο τσακ η μητέρα μου, βγήκε με όλη την οικογένεια στον δρόμο να βρουν όχημα να πάνε στο νοσοκομείο. Μα ήταν χαοτικές εκείνες οι ημέρες στη Θεσσαλονίκη. Λεωφορεία δεν υπήρχαν. Κάτι γκαζοζέν περνούσαν κατάφορτα χωρίς να σταματούν. Ἡ γιαγιά Ελισάβετ απευθύνθηκε για βοήθεια στον Ἑλασίτη που ήταν στη σκοπιά, κι αυτός έδειξε μεγάλη προθυμία…

    -Βεβαίως, συντρόφισσα· αμέσως, συντρόφισσα.

    Και φέρνουνε μοτοσικλέττα με καλαθούνα. Στο τιμόνι, Ἑλασίτης ορίτζιναλ, με γένια και φυσεκλίκια, που οδηγεί κατευθυνόμενος προς το μαιευτήριο και εμψυχώνει τη μητέρα μου.

    -Γειά σου, συντρόφισσα! Καλή λευτεριά, συντρόφισσα!

    Και ύστερα…

    -Τι θα το κάνουμε το παιδί, συντρόφισσα; Κομμουνιστή θα το κάνουμε!

    Σκέφτομαι ότι εκεί στα δεκαεννιά μου, στα είκοσι, βγήκε σχεδόν αληθινή η πρόβλεψη του Ἑλασίτη, αλλά αυτά θα σας τα πω μετά. Τώρα είμαστε εκεί που ὁ Ἑλασίτης μάς οδηγεί με κρότους και καπνούς στο μαιευτήριο όπου και γεννήθηκα άμα τη αφίξει.

    Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε ερείπια που κρατούσαν ακόμη την αντανάκλαση ενός μεγαλείου που προϋπήρξε. Μιας Θεσσαλονίκης χριστιανών, εβραίων και μουσουλμάνων. Μιας Θεσσαλονίκης κοσμοπολίτικης. Στα χρόνια μου σώζονταν ακόμη ωραία αρχοντικά διώροφα και τριώροφα, φθαρμένα πια, σε παρακμή, με κήπους εγκαταλελειμμένους. Παγώνια περπατούσαν καμαρωτά κάπου γύρω στο σπασμένο σιντριβάνι, και γάτες αδέσποτες τριγυρνούσαν στα χορτάρια. Σε ένα τέτοιο σπίτι μέναμε. Είχε αυλή με κοτέτσι και κήπο ζουγκλοειδή, όπου η σπιτονοικοκυρά μας η κ. Ούλα είχε φέρει δυο υπέροχα ελάφια, την Ἄλη και τη Βασίλω. Μαζί τους μεγάλωνα, ενώ γύρω μας μαινόταν ὁ Ἐμφύλιος: στό διπλανό καμένο διώροφο, που ήτανε μονάδα του ΕΛΑΣ, τώρα είχε εγκατασταθεί η ΕΣΑ. Είδα μάλιστα ένα βράδυ να πηδάει από εκεί στον δικό μας κήπο μια ελαφίνα και να εξαφανίζεται σκυφτός ἀπὸ ἕνα πορτάκι στον επάνω δρόμο. Δεν το πίστευα· κατάπια τη γλώσσα μου.

    Φίλοι των γονιών μου εξαφανίζονταν εν μια νυκτί. Οἱ μεγάλοι χαμήλωναν την κουβέντα ή και τη σταματούσαν απότομα όταν περνούσε πλάι τους κάποιος άγνωστος. Ὁ τόπος ήταν γεμάτος μυστικούς. Τά φώτα στο στρατοδικείο ήταν αναμμένα ως αργά. Ἕνα βράδυ ακούσαμε βιαστικά βήματα και έναν πυροβολισμό έξω από την πόρτα μας. Στράφηκα τρομαγμένος πρός τον πατέρα μου· έφερε το δάχτυλο στη χείλη: «Σσσσς!»

    1761075246419-940734960-sabbopoylos.jpg

    Μέσα σε εκείνα τα συσκοτισμένα χρόνια, τό φως για μας ήταν το φως από το καντράν του παλιού ωραίου μας ραδιοφώνου. Ὁ πατέρας το έθαβε στον κήπο στα χρόνια της Κατοχής και το ‘βγαζε κρυφά για να ακούσει BBC. Ὅταν γεννήθηκα εγώ, το ραδιόφωνο αυτό είχε πια σηκωθεί απ’ τον λάκκο και είχε τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση στο σαλόνι, απέναντι από τη μεγάλη σόμπα, σαν ένα ωραίο ραδιόφωνο από βακελίτη, που δούλευε με λυχνίες. Τά βράδια ή οικογένεια μαζευόταν γύρω του. Διασκεδάζαμε με τις διαφημίσεις, με τις άσχετες φωνές και τά ηχητικά εφέ τους, με το μάτι της Κυριακής και τά βέβαια απολαμβάναμε τά τραγούδια. Σέ μερικά ό πατέρας δυνάμωνε τον ήχο, σαν να μας τά υποδείκνυε.

    Νομίζω ότι η μουσική μας βάση, όχι μόνον η δική μου αλλά και των συνομηλίκων μου ακροατών καί δημοτέχνων, είναι το ρεπερτόριο του ραδιοφώνου της δεκαετίας ‘45-‘55. Τι έπαιζε τό ραδιόφωνο τότε; Ἀποσπάσματα ἀπὸ ὀπερέτες, τόσο ἐξεζητημένες στον κοσμοπολιτισμό τους, σάν μικρά κοριτσάκια πού φορούν τις γόβες της μαμάς και βολτάρουν όλο νάζι στο χώλ. Επίσης άρχοντορεμπέτικα του Μουζάκη και του Σουγιούλ και καλά τραγούδια φυγής, έτσι που ήτανε τότε ἡ Ἑλλάδα: «Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», «Θα σε πάρω να φύγουμε», «Βίρα τις άγκυρες» κτλ. Θαυμάσια τραγούδια βέβαια, ύμνους της εκκλησίας την Κυριακή, και όσο κι άν φαίνεται παράξενο, ρεμπέτικα στην εκπομπή «Τί ζητούν οι στρατευμένοι μας» του σταθμού των Ἑνόπλων Δυνάμεων. Κανονικά, τα ρεμπέτικα ήταν απαγορευμένα, αλλά τα παιδιά που υπηρετούσαν στον κυβερνητικό στρατό μέσα στον Ἐμφύλιο ζητούσαν να αφιερώσουν τέτοια τραγούδια στις αρραβωνιαστικιές τους, και ο σταθμός κατ’ εξαίρεσιν τούς έκανε τό χατήρι. Ἔτσι πρωτοακούσαμε αυτό τό αριστούργημα τού Τσιτσάνη, την «Ἀρχόντισσα»

    Κουράστηκα για να σέ αποκτήσω,
    Ἀρχόντισσα μου, μάγισσα τρελή,
    Σάν θαλασσοδαρμένος μέσ στὸ κῦμα
    Παρηγοριά ζητοῦσα ὀ δόλιος στή ζωή.

    Καμαρώνω πού τήν κατέκτησε. Παρακάτω όμως βλέπει πόσο άχαριστη στάθηκε απέναντι σέ τόσους καί τόσους που τά ‘δωσαν όλα, δέν ἀξιώθηκαν τίποτα ἀπὸ αὐτήν. Πολλοί ἔχασαν τή ζωή τους ἐξαιτίας της…

    Πόσες καρδούλες ἔχουν μαραζώσει
    Καί ἔφυγαν γιά πάντα τή ζωή,
    Μπροστά στὰ ἀρχοντικά σου τὰ στολίδια
    Σκλαβώθηκαν γιὰ σένα ξένοι καί Ρωμιοί.

    Αὐτά δέν εἶναι λόγια γιὰ γυναῖκα, αὐτὰ τὰ λόγια ἀπευθύνονται στή Μούσα. Ἡ «Ἀρχόντισσα» εἶναι μιὰ ὠδὴ στὴ Μούσα. Εἴχαμε αἰῶνες νὰ ἀκούσουμε κάτι τέτοιο. Τό τραγουδοῦσε ὀ ἴδιος ὁ Βασίλης Τσιτσάνης με τον Ἀντώνη Ρεπάνη πάνω σέ μιὰ ἀργή, όλο ανάταση μελωδία, πού τονίζει πάντα στην άρση του μέτρου, πάνω στην εκπνοή του, έτσι που αισθάνεσαι αυτό το λαχάνιασμα τού τραγουδιού σαν ξόπλισμα για την κατάκτηση τής Μούσας.

    savvopoulos vivlio.jpg

    Το ‘48 που ενώθηκαν τά Δωδεκάνησα με την Ἑλλάδα ο Ἰωσήφ Ριτσιάρδης έγραψε τη «Ροδίτισσα», μια ωραία χαμπανέρα:

    Ροδίτισσα, γλυκιά Ροδίτισσα,
    ἦρθε ὀ καιρός νά ταιριαστείς καί ἐσύ μ’ ἐμένα
    τώρα πού εἶναι τά νησιά λευτερωμένα.

    Ὑποτίθεται ότι τής λέει ή Ἑλλάδα. Τεσσάρων χρονών τό άκουγα. Με συγκινούν αυτά τά πράγματα. Ὅπως τό «Ἡ ζωή ξαναρχίζει γιά μας», πού τό ἔγραψε ὁ Κώστας Κοφινιώτης το ‘47, όπου ένωνε την πατρίδα μέ τό κίνημα τής Ἐργατικῆς Πρωτομαγιάς, γιά νά εἴμαστε ὅλοι εὐχαριστημένοι:

    Ἡ ζωή ξαναρχίζει γιά μας
    καί χαρούμενοι τώρα
    άνθη κόσμουμε πρωτομαγιάς
    στή γαλάζια μας χώρα.

    Τό τραγουδούσε μέ μεγαλοπρέπεια, μέ μιά αποθημμένη αθωότητα, η Κάκια Μένδρη. Εἶχα φάει κόλλημα μέ τό ραδιόφωνο. Ἕνα βράδυ μέ ἄφησαν νὰ ἀκούσω τό «Θέατρο τῆς Δευτέρας», ἔσβησαν τά φῶτα καί πῆγαν νὰ ξαπλώσουν, ώσπου ἀποκοιμήθηκα κι ἐγὼ στὸν καναπὲ μὲ τὸ ραδιόφωνο ἀναμμένο… Ξυπνάω μετά ἀπὸ δυὸ-τρεῖς ὧρες… Τὸ δωμάτιο ἔπλεε σέ ἕνα μελιχρὸ φῶς, ἀπ’ τό καντράν του ραδιοφώνου. Κάποιος τραγουδοῦσε. Ἔβλεπα τὴ φωνή καί ἄκουγα τό φῶς. Μπέρδευα τίς αἰσθήσεις, ἀκόμη τό παθαίνω συχνά, ἀλλά αὐτὸ δέν εἶναι τίποτε.

    79η ΔΕΘ; Dionisis Savvopoulos; concert; live; music; musician; songwriter; tif; Διονύσης Σαββόπουλος; δεθ; μουσική; συναυλία; τραγουδοποιός; τραγούδια;

    Ὅταν ἤμουν παιδί, μοῦ συνέβαιναν κάτι πράγματα, καί χαίρομαι πού ἀπαλλάχτηκα ἀπὸ αὐτά. Ἐκεῖ πού καθόμουν, ὀρθώθηκε ξαφνικὰ μπροστά μου ἕνας καλόγερος τόσο ὑψηλός, πού τό ταβάνι του ἔπεφτε στούς ὤμους καί ἀναγκαζόταν, γιὰ νὰ χωρέσει, νὰ σκύβει τόν τράχηλο καί τήν κεφαλή του, καί ἡ μακριά του γενειάδα κρεμόταν καί ἔφτανε ὡς ἐμένα. Κοιταχτήκαμε καί μετά ἐξαφανίστηκε. Δέν μοῦ ἦρθε νὰ πάω νὰ τό πῶ στή μητέρα μου, σάν αὐτὸ πού συνέβη νὰ μή λέγεται, νὰ μή τούς ἀφορᾷ.

    Μιὰν ἄλλη φορά, ὁ μεγάλος μου ἀδελφός, ὁ Σαββούλης, θὰ ἔβγαινε νὰ συναντηθεί μέ τόν φίλο του τόν Σαρόγλου στή στάση. Καί βλέπω τότε τόν Σαρόγλου σάν ὁλόγραμμα νὰ βγαίνει ἀπ’ τό κέντρο τοῦ τραπεζιοῦ μπροστά μου. Τό τραπέζι δέν τόν ἔκοβε, γιατί ἦταν ἄυλος. Βουβάθηκα, δέν εἶπα τίποτε, ὥσπου ἀκούσαμε πετραδάκια στό παράθυρο. Ἦταν ὁ Σαρόγλου, πού ἦρθε νὰ πεῖ «ἄκυρον», κάτι τό ‘τυχε καί νὰ μὴν πάει μὲ τόν ἀδερφό μου στή στάση. Δέν ρώτησα νά τοῦ ‘τυχε, φοβόμουν.

    Εἶχα καί κάτι ἄλλες ἰδιότητες, ἀπ’ τίς ὁποῖες εὐτυχῶς ἀπαλλάχτηκα. Ζήλευα ἕνα παιδί, καί τό παιδί ἔπεφτε. Ἀντιπαθούσα κάτι παιδιά πού μοῦ κάνανε μπούλινγκ στό διάλειμμα, καί ἐκεῖνα ἀρρωσταίνανε. Εὐτυχῶς μου φεύγαν ὅλα αὐτά ἀργότερα.

    Τό 1950 θά ‘μουν ἕξι χρονών. Κόσμος ἔτρεχε στούς δρόμους. Γιατί; Μέ τραβοῦσε καί ἡ γιαγιά μου ἀπ’ τό χέρι, καί τρέχαμε κι ἐμεῖς. «Νά την! Νά την!» φώναζε τό πλῆθος. Λέγανε πώς ἔβλεπαν τήν Παναγία στίς τζαμαρίες καί στὰ παράθυρα. Ἦταν πολύ ὑποβλητικό. Ἐγώ δέν τήν ἔβλεπα, ὅμως ὅλο πού δέν ἤθελα: «Νά την! Νά την!» φώναζα κι ἐγώ.

    Ο Διονύσης Σαββόπουλος

    Ο Διονύσης Σαββόπουλος

    Eurokinissi

    Ἄλλες φορές σταματούσε ξαφνικά κάθε κίνηση, τά λεωφορεία φρενάρανε, καί οἱ διαβάτες στα πεζοδρόμια στέκονταν ἀκίνητοι, ὅπου εἶχε βρεθεῖ ὁ καθένας, σάν νά παίζανε τά ἀγάλματα, γιατί ἦταν Κυριακή ἀπόγευμα στον Λευκό Πύργο, καί εἴχαμε τήν ὑποστολή τής σημαίας. Ἡ μπάντα παίζει τόν Ἐθνικό Ὕμνο. Ὕστερα, ὡς διά μαγείας, σάν νά τούς νά ἔδωσε τό σύνθημα, ἡ κίνηση ξανάρχιζε, τά λεωφορεία ξεκινοῦσαν πάλι, καί οἱ κυριακάτικοι περίπατοι στή μαγική παραλία συνεχιζόταν. Λίγο παρακάτω ἄκουγες αἴφνης ἀπὸ μεγαφώνα μουσικές καί διαλόγους στὰ ἀγγλικά! Ἤμασταν στήν πλατεία Ἀριστοτέλους, πού ‘χε τέσσερις κινηματογράφους γύρω γύρω καί παίζανε. Οἱ γονεῖς καί οἱ μεγάλοι πίναν τραπεζάκια ἔξω, γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν μέ τούς δίσκους κατάφορτους. Ἡ πλατεία ἦταν ὅλο μπαλόνια φουσκωμένα μέ ἀέριο. Ἄν σοῦ ‘φευγε τό μπαλόνι ἀπ’ τό χέρι, ἀνέβαινε κι ἀνέβαινε, κι ὅλη ἡ πλατεία ἔστρεφε τό πρόσωπο πρός τά πάνω καί τό κοίταζε ὥσπου νά χαθεῖ. Θυμᾶμαι τά φουρφούρια, φουρφούρια δέν τά λένε; Ἐδῶ στήν Ἀθήνα τά λένε μύλους. Ἄκου μύλους! Ποιός μύλος; Μουλὲν Ρούζ; Ὄχι φουρφούρι πού γυρίζει μέ τό ἀεράκι καί κάνει φούρ-φούρ, κι ὅταν τρέχει τό παιδάκι μέ τό φουρφούρι του, ἐκεῖνο στριφογυρίζει δαιμονισμένα σάν ἀεροπλανάκι, σάν νά ἀπογειώνεται. Ἐπίσης εἶχε μεγάλα ρόζ σύννεφα πού τρώγονταν. Τά λέγανε «μαλλί τής γριάς», ἀπαίσιο ὄνομα, δέν ταιριάζει καθόλου. Συννεφοῦλες ἔπρεπε νά τά λένε. «Δῶστε μου μιὰ συννεφούλα, παρακαλῶ. Ρόζ νά εἶναι».

    Ἐμεῖς τά μικρὰ ἁλωνίζαμε σ’ ὅλην αὐτή τήν ἐκτεταμένη φαντασμαγορία τής πλατείας Ἀριστοτέλους, ὅλο ψηλές καμάρες καί κιονοστοιχίες, σάν βυζαντινό ἀεροπλανοφόρο πού ἔμπαινε στή θάλασσα μέ ὅλα τά μπαλόνια του φουσκωμένα, τά φουρφούρια νά γυρίζουν δαιμονισμένα, καί σμήνη περιστεριῶν νά ἀπογειώνονται αἴφνης πρός τή θάλασσα. Ζοῦσα σέ ἕναν κόσμο θαυμάτων, πού ἔφτανε μέχρι τή γειτονιά μου, μέχρι τό σπίτι μέ τά ἐλάφια.

    Ἕνα ἀπόγευμα, ἐκεῖ πού παίζαμε στή γειτονιά, ἀκούμε μουσικές στή λεωφόρο. Ὅλα τά παιδιά παρακούσαμε τό παιχνίδι καί τρέξαμε. Περνοῦσε ἡ Φιλαρμονική. Οἱ ἄντρες τῆς Φιλαρμονικῆς παρήλαυναν μέ τίς στολές τους παιχνίζοντας. Ὁ μαέστρος πήγαινε μπροστά, πετώντας στόν ἀέρα τό στολισμένο ράβδο του, καί τήν ξανάπιανε ἐντός τοῦ ρυθμοῦ σάν μάγος. Τά χάλκινα λαμποκοποῦσαν στόν ἥλιο, οἱ σάλπιγγες, οἱ τρομπέτες, τά τρομπόνια, τά μεγάλα χάλκινα μπάσα… ὁ ἦχος πλούσιος ἀντανακλοῦσε στὰ παλιά διώροφα τής λεωφόρου μέ τά πεύκα. Ὁ ἦχος πολλαπλασιαζόταν, καί ὅλα λάμπανε κάτω ἀπό τόν διάφανο οὐρανό. Τά παιδιά σώπασαν, ἀλλά μόνο ἕνα βούρκωσα: ἐγώ.

    Ο Διονύσης Σαββόπουλος

    Ο Διονύσης Σαββόπουλος / Eurokinissi

    Ἡ μπάντα ἔφυγε, τά παιδιά ξαναγύρισαν στο παιχνίδι, ἀλλά ἐγὼ πήγα σπίτι. Διέσχισα ἀμίλητος τό σαλόνι, πήγα στήν κουζίνα, ἀνέβηκα σέ μιά καρέκλα, πήρα δυό καπάκια ἀπὸ τούς μεγάλους τεντζερέδες τής μαμάς, πήγα στήν πίσω αυλή καί σήκωσα ἀργά ἀργὰ τά χέρια γιά νά κρούσω τά δυό καπάκια. Νόμιζα ὅτι, ἄν μιμηθώ τή μεγαλειώδη κίνηση του μουσικοῦ, θά παραχθεῖ ὁ ἴδιος πλούσιος ἦχος. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἀκούστηκε ἕνα ἀπαίσιο «πλάφ», πού στή μουσική ὀνομάζεται ψόφος. Ἔμεινα ἐνεός.

    Στό διπλανό σπίτι ἀνέβαινε τή σκάλα ὑπηρεσίας ὁ μεγάλος γιός τής γειτόνισσας, μέ εἶδε μέ δυό καπάκια στα χέρια σέ ἀνάταση:

    -Τί κάνεις ἐκεῖ, Διονυσάκη; ρώτησε.

    Καί ἐγὼ γιά πρώτη φορά τραύλισα· εἶπα:

    -Παί-ζω μου-μου-μου-θική!

    Καί μοῦ ‘μεινε.

    Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω. Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει.

    Πηγή

    ΠΗΓΗ ΑΡΘΡΟΥ

    Latest Posts

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK