Κυριακή, 20 Ιουλίου, 2025
More

    ΠΡΟΣΦΑΤΑ

    «Βάφτηκε η θάλασσα κόκκινη από το αίμα των σφαγμένων αιχμαλώτων»

    Έρευνα: Γιάννης Παναγιωτακόπουλος 

    Σήμερα συμπληρώνονται 51 χρόνια από την έναρξη της εισβολής του τουρκικού στρατού στην Κύπρο. Τα δύο συνεχόμενα κύματα του Αττίλα, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη του 37% του κυπριακού εδάφους και τον βίαιο εκτοπισμό 160.000 Ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους. Οι νεκροί, από ελληνικής πλευράς, ανήλθαν περίπου στις 6.000 (συμπεριλαμβανομένων -πλέον- και των αγνοουμένων), εκ των οποίων μόνο οι 414 ήταν στρατιώτες (309 Ελληνοκύπριοι και 105 Ελλαδίτες). Όλοι οι υπόλοιποι ήταν άμαχοι.

    Από του 1619 αγνοούμενους, έχουν μέχρι σήμερα ταυτοποιηθεί από την Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ), που λειτουργεί υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, λιγότεροι από τους μισούς. Από το 2006 που ξεκίνησαν οι εκταφές σε ομαδικούς τάφους, δεν έχει επιτραπεί ακόμα η πρόσβαση σε πολλές περιοχές στρατοπέδων του τουρκικού στρατού.

    Οι σφαγές, οι βιασμοί, η απαγωγές και άλλα εγκλήματα πολέμου κατά αμάχων, αποτέλεσαν τον κανόνα της τουρκικής εισβολής του 1974, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης κανένας από τους υπευθύνους, παρά τις σχετικές επίσημες καταγραφές και ταυτοποιήσεις φυσικών και ηθικών αυτουργών, που έχουν υπάρξει από ανεξάρτητους διεθνείς οργανισμούς. Το τουρκικό κράτος, παρά τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αρνείται ακόμα να συνεργαστεί.

    Η «Ζούγκλα» σήμερα ανοίγει ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της μαύρης βίβλου των τουρκικών θηριωδιών του 1974, παρουσιάζοντας περιπτώσεις μαζικών σφαγών κατά αμάχων, που καταμαρτυρούνται από Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες ή τουρκοκύπριους που λειτούργησαν υπό τις εντολές του τουρκικού στρατού. Πρόκειται για χαρακτηριστικές περιπτώσεις που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας στον ελληνικό, τουρκικό και διεθνή Τύπο ή έχουν αποτυπωθεί στη διεθνή βιβλιογραφία.

    «Γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι, σκοτώθηκαν με τους πιο βίαιους τρόπους και μετά διαμελίστηκαν»

    Ο κουρδικής καταγωγής δημοσιογράφος Ρόνι Αλάσορ, που συμμετείχε ως στρατιώτης στην τουρκική εισβολή του 1974, εξέδωσε το 1999 στην Τουρκία το βιβλίο με τον τίτλο “Şifreli mesaj, trene bindir!: Mehmetler ilk kez 1974 Kıbrıs işgalini anlatıyor” από τις εκδόσεις Berfin. Το 2002 εκδόθηκε στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, υπό τον τίτλο «Διαταγή: “Εκτελέστε τους αιχμαλώτους!”». Το βιβλίο βασίζεται στις επώνυμες μαρτυρίες τούρκων και κούρδων στρατιωτών και αξιωματικών, οι οποίοι αποφάσισαν να καταθέσουν για πρώτη φορά τη δική τους εμπειρία από τον πόλεμο στην Κύπρο. Μια εμπειρία που τους σημάδεψε για όλη τους τη ζωή, αφού και οι ίδιοι κατάλαβαν ότι με το πρόσχημα του να σώσουν τους «αδελφούς Τουρκοκυπρίους» κλήθηκαν απλώς να γίνουν σφαγείς και να υπηρετήσουν τα επεκτατικά σχέδια του τουρκικού κράτους.

    Χαρακτηριστικότερη από τις μαρτυρίες που υπάρχουν στο βιβλίο, είναι αυτή της σφαγής 100 περίπου Ελληνοκυπρίων αμάχων στο χωρίο Μόρα:

    Ο στρατιώτης Μουσταφά Ονγκάν περιγράφει:

    «Αφού συγκεντρωθήκαμε λίγο, προχωρήσαμε στην εισβολή στα χωριά, με την κωδική ονομασία «Επιχειρήσεις Καθαρισμού». Στα χωριά, το μόνο που κάναμε ήταν σφαγές, λεηλασίες και βιασμούς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Οι κανόνες του πολέμου και οι διεθνείς συμβάσεις σίγουρα δεν ίσχυαν εδώ. Στο χωριό Μόρα (Μερίκ) κοντά στη Λευκωσία, σκοτώθηκαν περίπου 100 Ελληνοκύπριοι άμαχοι, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προσπαθούσαν να διαφύγουν από εκεί. Οι Κύπριοι μουτζαχεντίν (σ.σ. Τουρκοκυπριακές πολιτοφυλακές) δεν είχαν κανένα λόγο σε αυτό, καθώς ο τουρκικός στρατός αποφάσιζε τα πάντα. Οι τουρκοκύπριοι μουτζαχεντίν φώναζαν «δεν πρέπει να σκοτώνουμε, αλλά να τους δώσουμε ψωμί;» και ήταν οι μόνοι αθώοι. Πολλοί μουτζαχεντίν έφυγαν για να μην συμμετάσχουν στη σφαγή των αμάχων, όσοι έμειναν, έμειναν πίσω αλλά δεν μας βοήθησαν, οι Τουρκοκύπριοι αργότερα διαλύθηκαν.

    Πολλοί άνθρωποι πυροβολήθηκαν. Από αυτούς τους ανθρώπους που πυροβολήθηκαν ενώ έφευγαν από τους δρόμους και τις εξόδους του χωριού, ανάμεσά τους υπήρχαν γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Τα πτώματα αυτών των ανθρώπων, που σκοτώθηκαν με τους πιο βίαιους τρόπους, διαμελίστηκαν. Παρέμειναν εκεί για περίπου μια εβδομάδα στην ζέστη εκείνου του καλοκαιριού. Η μυρωδιά ήταν φοβερή.

    Οι Τούρκοι διοικητές έδωσαν εντολή να κρύψουμε τα πτώματα από φόβο μήπως αρρωστήσουμε, από αηδία και πιθανές επιδημικές ασθένειες. Πήρα μαζί μου τον Şevket Avcıoğlu και έσκαψα έναν μεγάλο και φαρδύ τάφο με μια μπουλντόζα. Ρίξαμε αυτούς τους ανθρώπους, που σκοτώθηκαν με πολύ βίαιες μεθόδους, στον τάφο που ανοίξαμε, τυχαία, και τους καλύψαμε με χώμα. Ενώ το κάναμε αυτό, ο Şevket Avcıoğlu είδε το περιστατικό με τα ίδια του τα μάτια και είναι μάρτυρας. Αφού περνάμε το χωριό Meriç, ο μαζικός τάφος όπου θάψαμε τα πτώματα βρίσκεται σε ένα αγροτικό σημείο, σαν ρυάκι. Βρίσκεται στο χωράφι. Ακόμα θυμάμαι καλά αυτό το μέρος.

    Δεν θα το πιστέψεις, ο πόλεμος κάνει τους ανθρώπους τόσο σκληρούς. Ένας ψηλός, μελαχρινός υπολοχαγός από την Αδάνα, αλλά που λέγεται ότι είναι από το Μπαμπαέσκι, βιάζε ένα 13-14χρονη Ελληνίδα στη βιομηχανική περιοχή της Λευκωσίας. Ενώ το κορίτσι έκλαιγε και ούρλιαζε από φόβο και τρόμο, ένας Κούρδος φίλος από την Ούρφα ονόματι Μεχμέτ Ντεμίρ, που μόλις και μετά βίας μιλάει τουρκικά, είδε πρώτος το περιστατικό. Τον ικέτευε επίμονα να μην κάνει τίποτα κακό. Ενώ ο Μπαμπαέσκι συνέχισε να βιάζει, ένας Κούρδος στρατιώτης τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Φυσικά, όταν εξήγησε το περιστατικό στους ανώτερους διοικητές, είπε ότι ενώ ήταν σε περιπολία, οι Ελληνοκύπριοι τους πυροβόλησαν και σκότωσαν τον φίλο του.

    Τουρκοκύπριοι υπέφεραν επίσης από βιασμούς

    Κύπριοι Τούρκοι υπέφεραν επίσης από καταπίεση και βιασμούς κατά τη διάρκεια της κατοχής του τουρκικού στρατού. Όταν είδαμε δύο ορφανές Τουρκοκύπριες, κορίτσια κοντά στο χωριό Meriç, τις φέραμε στους διοικητές σύμφωνα με την κανονική διαδικασία και τις παραδώσαμε. Αργότερα μάθαμε ότι τους έκαναν το ίδιο κακό.

    Ένα από τα δεκάδες γεγονότα που δεν θα ξεχάσω ποτέ συνέβη σε ένα αγρόκτημα με ένα μόνο κτίριο που χρησιμοποιούνταν ως αχυρώνας, κοντά στην Αμμόχωστο. Εκεί πιάσαμε έναν αθώο Ελληνοκύπριο νεαρό ηλικίας 20-23 ετών. Οι τουρκοκύπριοι μουτζαχεντίν προσπαθούσαν να σταματήσουν τις επιθέσεις μας εναντίον αμάχων. Σχεδόν ολόκληρη η ομάδα των νεαρών Τουρκοκυπρίων σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε. Αργότερα προχωρήσαμε στους Ελληνοκύπριους. Καθώς δολοφονούσα αυτόν τον νεαρό, η καρδιά μου πονούσε, και αυτό το περιστατικό με έκανε να σκεφτώ”.

    «Τους σκοτώσαμε, και αυτούς που χαροπάλευαν τους πετάξαμε μες στα πηγάδια»

    Στο ίδιο βιβλίο, ο αυτόπτης μάρτυρας Ο. Σαατ που το 1974 υπηρετούσε στο Κέντρο Συντονισμού Πυρών στην Πυροβολαρχία Διοικήσεως της 1ης Μοίρας του 21ου Συντάγματος Πυροβολικού που μεταφέρθηκε στην Κύπρο δύο τρεις μέρες μετά την πρώτη εισβολή, περιγράφει σφαγή 70 αμάχων από το χωριό Άσσια. Αναφέρει:

    “Μετά από διαταγή του διοικητή μας, Μεχμέτ Γκιουνγκιορμούς ή Γκιουνγκιορέν, τους φορτώσαμε στα στρατιωτικά οχήματα της μοίρας μας. Οι Αξιωματικοί τους πήραν τα χρήματα, τα ρολόγια, τις αλυσίδες που είχαν πάνω τους. Μερικοί ικέτευαν κλαίγοντας. Ο διοικητής μας, ο οποίος ήταν τότε ταγματάρχης και αργότερα έγινε αντισυνταγματάρχης, δοκίμασε να τους καθησυχάσει, όχι από συμπόνια, αλλά μάλλον για να μην τον ενοχλούν με τις ικεσίες τους, λέγοντας: “Μην κλαίτε, θα σας πάμε στα παιδιά σας”. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους υπήρχαν και μερικοί που ήξεραν τουρκικά. Απ’ ότι έλεγαν, αυτούς θα τους έστελναν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων της Λευκωσίας. Γι’ αυτό τους επιβίβασαν σε τρία στρατιωτικά οχήματα ξεχωριστά από τους άλλους. Σε έλεγχο που κάναμε στα σπίτια του χωριού δεν βρήκαμε κανένα είδος όπλου.

    Σε λίγες μέρες, με τη δικαιολογία ότι δεν υπήρχε χώρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχαν μεταφέρει τους αιχμαλώτους, έφεραν πίσω στη μονάδα μας περίπου 70 – 80 Ελληνοκύπριους. Τότε βρισκόμασταν στην Αγυά. Εγώ λόγω ειδικότητας, ήμουν κοντά στη σκηνή του διοικητή. Εκεί άκουσα συνομιλίες που έκανε μέσω ασυρμάτου ο διοικητής της μοίρας μας Μεχμέτ Γκιουνγκιορμούς με τους ανωτέρους του.Ο διοικητής μας τους ρωτούσε τι να κάνει τους αιχμαλώτους. Ήταν ένα πρόβλημα για την μονάδα. Και η διατροφή τους αλλά το κυριότερο η φύλαξη τους. Η εντολή που πήρε ήταν η εξής: “Φορτώστε τους στο τραίνο!” Όποιος άκουσε αμέσως κατάλαβε ότι αυτό σήμαινε: “Εκτελέστε τους αιχμαλώτους! Όλοι ήξεραν ότι στην Κύπρο δεν υπάρχουν σιδηροδρομικές γραμμές, ούτε τραίνα.

    Το πρωϊ της επόμενης μέρας ο διοικητής κάλεσε τον Μπιλάλ Γιλμάζ ήταν ένας ρατσιστής και βάρβαρος λοχίας. Φώναξε κι εμένα, γιατί ήμασταν στην ίδια ομάδα. Μας πλησίασε ο Λοχαγός Ερτζάν Σαντίκ και μας ρώτησε αν είμαστε παντρεμένοι ή όχι. Όταν εγώ απάντησα ότι εγώ είμαι παντρεμένος, με διέταξε να κατέβω. Έτσι δεν πήγα μαζί τους. Ο λοχαγός μαζί με την Μπιλάλ Γιλμάζ και τον υπαξιωματικό Μουχαμέρ πήραν τους αιχμαλώτους και τους οδήγησαν σε μια περιοχή που είχε τρία πηγάδια. Τα μάτια και τα χέρια τους ήταν δεμένα.Οι δικοί μας κρατούσαν αυτόματα Τομσον. Το μέρος με τα τρία πηγάδια ήταν κοντά στα χωριά Αφάνεια και Τύμπου, κάτω από το δρόμο. Τους αιχμαλώτους τους οδήγησαν εκεί. Σε λίγο ακούστηκαν ριπές και πυροβολισμοί. Ο Γιλμάζ, πρέπει να σας πω, παρόλο που ήταν απλός λοχίας, παρουσιαζόταν ως πρωτεργάτης των επιχειρήσεων και ανακατευόταν σε πολλά, έτσι που καμιά φορά αναρωτιόμουν μήπως κατά βάθος είχε κάποιο άλλο αξίωμα και για κάποιο λόγο παρίστανε το λοχία. Μετά από αυτό το επεισόδιο ήρθε με ένα συνωμοτικό αλλά αυτάρεσκο ύφος και μου περιέγραψε την εκτέλεση. Καμάρωνε λες κι’ έκανε κανένα κατόρθωμα. Έλεγε με αλαζονεία: “Τους σκοτώσαμε, και αυτούς που χαροπάλευαν τους πετάξαμε μες στα πηγάδια. Να ήσουν από μια μεριά να ‘βλεπες πως ρίξαμε ένα χοντρό Ρωμιό στο πηγάδι. Έφθασε κατευθείαν στον πάτο. Ξέρεις τι πάταγο έκανε; Είχε μεγάλη πλάκα, το ευχαριστήθηκα”. Αργότερα ο διοικητής μας μίλησε στον ασύρματο “Διαταγή εξετελέσθη. Τους φορτώσαμε στο τρένο.” Αυτοί οι 70 πάνε…, για τους υπόλοιπους 30 δεν έχω καμία πληροφορία….

    Όσο μέναμε στην Αφάνεια, μπήκαμε σε κάποια τάξη. Αρχίσαμε να εφαρμόζουμε και πρόγραμμα πρωϊνής γυμναστικής. Εκπαιδευτής μας ήταν μάλλον ο Μπιλάλ Γιλμάζ. Για γυμναστική μας πήγαινε τροχάδην έξω από το χωριό, στην τοποθεσία που βρίσκονταν τα τρία πηγάδια. Ο λοχίας έβαζε το πόδι του πάνω στα καπάκια των πηγαδιών, που ήταν τώρα σφραγισμένα, και φώναζε: “Στρατιώτες, εδώ θάψαμε για πάντα τους εχθρούς μας με τέτοιο τρόπο που δε θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν ποτέ”.

    Τα ευρήματα αποδεικνύουν την εγκυρότητα της μαρτυρίας του Ο. Σαατ

    Τα ευρήματα κατά την εκταφή που διενήργησε η ΔΕΑ στην περιοχή Ορνίθι το 2009, παρά την Τουρκική προσπάθεια απόκρυψης του εγκλήματος, έχουν επιβεβαιώσει την εγκυρότητα της μαρτυρίας. Ίσως η πιο συγκλονιστική λεπτομέρεια που προκύπτει από την μαρτυρία αφορά την περιγραφή που έκανε ο εγκληματίας Γιλμάζ, όπου περιγράφει πως έριχνε ακόμα και αυτούς που ήταν τραυματίες μέσα στο πηγάδι και κάνει αναφορά σε ένα χοντρό Ρωμιό που έριξε στο πηγάδι και τον πάταγο που έκανε όταν έφτασε στον πάτο. Αυτή η συγκλονιστική λεπτομέρεια κατά γενική ομολογία αφορά τον πιο εύσωμο από την ομάδα των 70 αγνοουμένων της Άσσιας, που ήταν ο Α. Τ. Ο Α.Τ. προφανώς ήταν από τους πρώτους που ρίχτηκαν στο πηγάδι καθότι το λείψανο του βρέθηκε ολόκληρο βαθιά μέσα στην λάσπη. Ήταν ένα από τα τρία λείψανα που εντοπίστηκαν ολόκληρα κατά τις εκταφές καθώς τα υπόλοιπα είχαν εξαφανιστεί. Προφανώς η τουρκική επιχείρηση απόκρυψης των τεκμηρίων του εγκλήματος πολέμου δεν μπόρεσε να αφανίσει εξ ολοκλήρου τα ευρήματα. Ο Α.Τ. κηδεύτηκε με τις αρμόζουσες τιμές το 2015 στη Λευκωσία.

    Οι Ομαδικοί τάφοι των αγνοούμενων της Άσσιας στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

    Η βεβήλωση και εξαφάνιση των οστών των αγνοουμένων μας αποτελεί επίσης έγκλημα πολέμου. Είναι για αυτό το λόγο που η περίπτωση των ομαδικών τάφων των αγνοουμένων της Άσσιας στο Ορνίθι εξετάστηκε ως κατ’ επείγουσα περίπτωση καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 12 Φεβρουαρίου 2015 και μετά από ημίωρη συζήτηση στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υιοθετήθηκε με το ψήφισμα RC8-0150 / 2015 η Κοινή Πρόταση Ψηφίσματος. Το ψήφισμα καταδίκης της Τουρκίας (https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/TA-8-2015-0038_EL.html?redirect) υπήρξε καταπελτικό, αλλά ως δυστυχώς δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Κατά την συζήτηση οι ευρωβουλευτες Cecilia Wikstrom (Σουηδία) και Josef Weidenholzer (Αυστρία), καταθέτοντας τις απόψεις τους, πολύ εύστοχα μίλησαν για την κληρονομιά της Αντιγόνης και το “απαραβίαστο ανθρώπινο δικαίωμα να σεβόμαστε τουλάχιστον το σώμα των νεκρών”. Τόνισαν τη σημασία αυτής της κληρονομιάς και βεβαίως το αναφαίρετο δικαίωμα των συγγενών να γνωρίζουν που έχουν ταφεί οι οικείοι τους, να έχουν πρόσβαση στον τάφο τους και να ξέρουν πώς πέθαναν.

    Σφαγή 320 αιχμαλώτων στην ακτή της Κερύνειας

    H τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Αφρίκα», στις 31/8/2009 δημοσίευσε εκτενές ρεπορτάζ για την εκτέλεση Ελληνοκυπρίων στην ακτή της Κερύνειας. Η εφημερίδα φιλοξένησε δηλώσεις Τουρκοκύπριου, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας σε σφαγή 320 περίπου Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων, στην περιοχή του Μάρε Μόντε.

    Όπως αναφέρει η «Αφρίκα», Τουρκοκύπριος αυτόπτης μάρτυρας της σφαγής Ελληνοκυπρίων αιχμαλώτων έσπασε τη σιωπή του και αποκαλύπτει στο συντάκτη της εφημερίδας Αλί Οσμάν λεπτομέρειες για το φρικτό έγκλημα, που διαπράχθηκε από τον τουρκικό στρατό.

    Το έγκλημα διεπράχθη περί τα τέλη Αυγούστου του 1974. Ο Τουρκοκύπριος, που ήταν ανάμεσα στους συνοδούς που μετέφεραν με 8 λεωφορεία 320 περίπου αιχμαλώτους στο Πέντε Μίλι, για να μεταφερθούν με τα αποβατικά στην Τουρκία, περιγράφει τη φρικαλεότητα. Οι αιχμάλωτοι, δεμένοι πισθάγκωνα, διατάχθησαν να καθίσουν στην άμμο μέχρι τα αποβατικά να ξεφορτώσουν το τελευταίο κύμα των εισβολέων και να τους πάνε στην Τουρκία.

    Οι στρατιώτες του Αττίλα, όπως κατέβαιναν φανατισμένοι και παραπληροφορημένοι από τους αξιωματικούς τους, έπεσαν πάνω στους αιχμαλώτους με τις λόγχες εφ’ όπλου και άρχισαν να τους ξεκοιλιάζουν και να τους κτυπούν. Κάποιοι από τους Τούρκους καταδρομείς χρησιμοποίησαν και τα μαχαίρια τους σφάζοντας τους αιχμαλώτους. Μερικοί αιχμάλωτοι, περιγράφει ο Τουρκοκύπριος αυτόπτης μάρτυρας, κατάφεραν να συρθούν μέχρι το κύμα και εκεί απο τα κτυπήματα των Τούρκων η θάλασσα βάφτηκε κόκκινη. Οι Τούρκοι στρατιώτες κτυπούσαν με μανία με τις ξιφολόγχες και τους υποκοπάνους των όπλων, με τα κράνη. Μέσα σε λίγο χρόνο τα ουρλιαχτά των αιχμαλώτων σταμάτησαν, γιατί δεν έμεινε κανείς ζωντανός. Κοντά στο ξενοδοχείο Μάρε Μόντε ανοίχτηκε μεγάλος λάκκος και οι σοροί θάφτηκαν εκεί.

    Ο δημοσιογράφος ρώτησε τον Τουρκοκύπριο αν φοβήθηκε από τη σκηνή και αυτός απάντησε καταφατικά: «Φοβήθηκα για τη ζωή μου, επειδή είχε θολώσει σε τέτοιο βαθμό το μάτι των Τούρκων στρατιωτών και δεν απεκλείετο να σφάξουν και εμάς τους ιδίους». Υπεύθυνος για τη φάλαγγα ήταν ο Τ/κ λοχίας Χουσεΐν Ταχίρ.

    Όπως ανέφερε ο Τουρκοκύπριος, στους Τούρκους στρατιώτες που διέπραξαν το έγκλημα, προτού αποσταλούν στην Κύπρο, είχε λεχθεί ότι οι Ελληνοκύπριοι υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια τους αιχμαλώτους Τούρκους στρατιώτες.

    Ο Τουρκοκύπριος ισχυρίζεται ότι προέβη στις αποκαλύψεις γιατί ο Τύπος της Τουρκίας αναφέρεται στη δολοφονία στο Τζιάος και αφήνει να νοηθεί ότι δολοφόνοι ήταν μόνον οι Τουρκοκύπριοι.

    Αδύνατη η πρόσβαση στο σημείο της εκτέλεσης

    Το κυπριακό Sigmalive στις 1/9/2009 έθεσε ερωτήματα σχετικά με την αποκάλυψη. Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του, “θέσαμε το θέμα στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους και ζητήσαμε να μάθουμε τι γνωρίζουν και πώς θα ενεργήσουν με βάση αυτά τα στοιχεία.

    Απ’ όλες τις πλευρές είδαμε ότι υπάρχει φόβος οι αποκαλύψεις να οδηγήσουν τους Τούρκους σε πιο σκληρή στάση. Η περιοχή που αναφέρεται ως χώρος ταφής είναι σήμερα στρατιωτική περιοχή «Α» και είναι αδύνατη η πρόσβαση στην επιτροπή διερεύνησης. Ο Αντρέας Ματσουκάρης, που τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή ήταν αποσπασμένος στην Υπηρεσία Αγνοουμένων, δήλωσε στη «Σ» ότι από τότε υπήρχαν μαρτυρίες και πληροφορίες για εκτελέσεις που ελάμβαναν χώρα σε όλη την ακτή και την ενδοχώρα της Κερύνειας. Το συγκεκριμένο θέμα, είπε, πρέπει να προστατευθεί, για να μπορέσει η διερευνητική επιτροπή να πλησιάσει στις πηγές της πληροφόρησης και να φέρει σε πέρας το έργο της.

    Ο Ηλίας Γεωργιάδης και ο Ξενοφών Καλλής, εκπρόσωποι της ελληνικής κυπριακής πλευράς στη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοουμένους, απηύθηναν έκκληση για αυτοσυγκράτηση από τα Μέσα Ενημέρωσης, για να καταστεί δυνατή η ανεύρεση των εκτελεσθέντων και η απόδοσή τους στους οικείους τους για ταφή. Σε περιοχές που βρίσκονται εκτός στρατιωτικής ζώνης, μας είπαν, η διερεύνηση προχωρεί γρήγορα, αλλά όπου μεσολαβούν στρατόπεδα του τουρκικού στρατού και κλειστές στρατιωτικές περιοχές είναι δύσκολη η ανασκαφή και η αναζήτηση των λειψάνων.

    Ο πρόεδρος της Επιτροπής Συγγενών Αγνοουμένων Νίκος Θεοδοσίου είπε ότι το θέμα που βγήκε στην επιφάνεια έρχεται για να καταδείξει την ευθύνη του τουρκικού στρατού, ενώ από την άλλη υπάρχουν πληροφορίες για βιαιότητες και εκτελέσεις από τουρκοκυπριακής πλευράς. Στο παρόν στάδιο, μας είπε, δεν νομίζουμε η θέση μας να βοηθά στην όλη προσπάθεια διερεύνησης.
    Διατηρούμε τις σκέψεις μας για «ύποπτη» στάση κάποιων όσων αφορά τις τελευταίες αποκαλύψεις. Το παράδοξο είναι πως για χρόνια υπήρχαν αυτές οι μαρτυρίες και δεν έβγαιναν στο φως, για να συντηρείται η ελπίδα των πολλών ότι το παιδί τους είναι στη ζωή. Ωστόσο, με όσα σιγά-σιγά γίνονται γνωστά, η αλήθεια των εκτελέσεων και των δολοφονιών αναδύεται.

    Στη δική μας πλευρά υπήρχαν οι μαρτυρίες των εκτελέσεων δίπλα στο κύμα, αλλά δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ, γιατί οι επικεφαλής τότε των ερευνών είχαν μιαν αντίληψη ότι έπρεπε να ζητούμε από την Τουρκία ζωντανούς τους αιχμαλώτους και να δημιουργούμε έτσι διεθνή πίεση σε βάρος του εισβολέα.

    Ακόμη και σε περιπτώσεις που ο θάνατος του προσφιλούς κάποιου ήταν βέβαιος, οι συγγενείς έμεναν στο σκοτάδι. Για να λέμε, όμως, την απόλυτη αλήθεια, ούτε το κλίμα της εποχής επέτρεπε να λεχθεί η πλήρης αλήθεια. Άλλωστε, απόλυτη τεκμηρίωση χωρίς τη συνεργασία της άλλης πλευράς ήταν αδύνατη. Κανείς δεν ήθελε να ακούσει ότι το παιδί του μπορούσε να ήταν βίαια και απάνθρωπα εκτελεσμένο από τους Αττίλες”.

    “Γυναίκες και άντρες είναι κάτω, αγκαλιασμένοι μεταξύ τους και αυτοί μέσα στα αίματα, νεκροί…”

    Το 1990 βγήκε από τις τουρκικές εκδόσεις Alfa Yayınları το βιβλίο του Ερόλ Μουτερτζιμιλέρ, με τίτλο “Satılık Ada Kıbrıs: Kıbrıs Barış Harekatının Bilinmeyen Yönleri” (Κύπρος: ένα νησί πουλιέται – Οι Άγνωστες Πλευρές της Επιχείρησης Ειρήνης).

    Στο δεύτερο παράρτημα του βιβλίου, παραθέτει την Έκθεση Αναμνήσεων του Συνταγματάρχη Πεζικού Σαλίχ Γκιουλέργιουζ που ανήκε στην διοίκηση Ταξιαρχίας.

    Από αυτό διαβάζουμε περιγραφές εκτελέσεων αμάχων και βιασμών ανήλικων κοριτσιών.

    Αναφέρει:

    «-3 Αυγούστου 1974

    Άρχισε το πρωί με ηρεμία. Δεν υπάρχει ακόμα σύγκρουση πουθενά. Έγραψα για πρώτη φορά επιστολή στο σπίτι.
    Ο λοχαγός Νερμί και υπολοχαγός Γκιουρκάν βρέθηκαν σε κατάσταση σήψης κοντά στο χωριό Αγερμόλα [σημ. Άγιος Ερμόλαος, Επαρχία Κυρήνειας]. Δεν υπάρχει το σώμα του ανθυπολοχαγού που είναι στον κατάλογο των αγνοούμενων για πέντε μέρες. Έφεραν το πορτοφόλι του λοχαγού Νερμί. Έχει μέσα την ταυτότητα αξιωματικού και 400 ΛΤ. Μυρίζει τρομερά.

    Αρχίσαμε να οργανώνουμε την Ταξιαρχία. Δεν θα είναι για καλό η εκκένωση των βουνών.

    Μάθαμε το βράδυ ότι θανατώθηκαν 14 Ρωμιοί μέσα σ’ ένα σπίτι στο χωριό Σύσκληπος [σημ. χωριό δίπλα από τον Άγιο Ερμόλαο, Επαρχία Κυρήνειας]. Διαπιστώθηκε ότι έπραξαν το επεισόδιο ένα υπαξιωματικός πυροβολικού, δύο καταδρομείς και δύο μουτζαχίτιδες [πολιτοφύλακες Τ/Κ].
    Πήραμε τις καταθέσεις των στρατιωτών μέχρι αργά.

    – 4 Αυγούστου 1974

    Νωρίς το πρωί ήλθε ο Επιτελάρχης της Στρατιάς , συμμαθητής και φίλος μου Συνταγματάρχης Μαχμούτ Μπογουσλού . Μαζί μεταβήκαμε στο Σύσκληπο και βρήκαμε το σπίτι που θανατώθηκαν οι Ρωμιοί. Το θέαμα ανατριχιαστικό. Θανατώθηκαν στο χωλ ενός σπιτιού που ήταν κοντά σε αγρόκτημα εκτροφής πουλερικών του χωριού. Οκτώ είναι τρύπιοι από τα κεφάλια και το στήθος τους, πεσμένοι πάνω σε πολυθρόνες και καρέκλες, είναι σε κατάσταση να κάθονται μέσα στα αίματα. Πέντε γυναίκες και άντρες είναι κάτω, αγκαλιασμένοι μεταξύ τους και αυτοί μέσα στα αίματα νεκροί. Ένα πτώμα που κάθετε σε καρέκλα πλάι στην είσοδο δεν έχει κεφάλι και ο λαιμός του είναι κατάλευκος.

    ‘Έχει βιαστεί ένα 11-12 χρονών ένα αδύνατο Ρωμαίικο κορίτσι. Της έχουν φορέσει ένα επανωφόρι Ρωμιών στρατιωτών. Την είδαμε να προγευματίζει με τους δικούς μας στρατιώτες στο αγρόκτημα τροφής πουλερικών στο Σύσκληπο. Όταν μας βλέπει χαμογελάει ανήμπορα λέγοντας «καλημέρας».

    Επιστρέφουμε στο αρχηγεία στον Άγιο Ιλαρίωνα περνώντας από το στενό του Σύσκληπου και το βουνό με υψόμετρο 1023 μέτρα βλέποντας τις μονάδες».

    «Έρχονταν, με βίαζαν και έφευγαν. Ύστερα από λίγο άκουσα πυροβολισμούς και φωνές»

    Η σφαγή που περιγράφεται παραπάνω, έγινε στο χωριό Σύσκληπος, το οποίο αριθμεί 28 αγνοούμενους, οι 14 από το συγκεκριμένο σπίτι. Τον Αύγουστο του 2018 η 12χρονη που περιγράφεται στο βιβλίο του Ερόλ Μουτερτζιμιλέρ, 45χρονη πλέον, άνοιξε για πρώτη φορά το στόμα της, στην κυπριακή εφημερίδα «Πολίτης», περιγράφοντας τα όσα εφιαλτικά έζησε.

    Τη μαρτυρία της κατέγραψε ο δημοσιογράφος Σωτήρης Παρούτης και τη μετέφερε αυτούσια χωρίς παρεμβάσεις.

    Λέει η μοναδική επιζήσασα του μαρτυρικού σπιτιού, για το απόγευμα της 3ης Αυγούστου του 1974:

    «Εμένα με πήρανε πρώτη. Ο πατέρας μου είχε καταλάβει τι επρόκειτο να γίνει. Φώναζε, έπεσε κάτω και τους παρακαλούσε. Με είχαν πάρει από εκεί που ήμασταν μαζεμένοι όλοι και με πήγαν στην άκρη του σπιτιού όπου ήταν το μπάνιο. Εγώ τον άκουγα ακόμη που φώναζε. Άκουγα και τον αδελφό μου επίσης. Έτσι ξεκίνησε ο βιασμός. Έρχονταν, με βίαζαν και έφευγαν. Ύστερα από λίγο άκουσα πυροβολισμούς και φωνές. Εμένα με κρατούσαν εκεί. Όταν τέλειωσαν οι πυροβολισμοί, φύγανε και αυτοί. Με άφησαν μόνη μου μέσα στο μικρό δωμάτιο του μπάνιου. Έμεινα εκεί πεσμένη, κατατρομαγμένη και σοκαρισμένη. Πέρασε, νομίζω, κάνα μισάωρο και σκεφτόμουνα ότι μπορούσα να ανοίξω την πόρτα, να βγω έξω και να φύγω… Από το μικρό παραθύρι έβλεπα ότι δεν υπήρχε κανένας. Μετά το γκαράζ του σπιτιού μας ήταν τα χωράφια… Μόλις όμως έκανα τη σκέψη να βγω και να φύγω, μπήκε κάποιος και με άρπαξε. Με έβγαλε από την πίσω πόρτα. Εγώ ήμουνα ξυπόλητη. Σε μαύρο χάλι. Με πήγε από γύρω από το σπίτι. Κάποια στιγμή μού έδειξε ότι έπρεπε να φορέσω παπούτσια. Του λέω “δεν έχω”. Για να βρω παπούτσια έπρεπε να μπω ξανά στο σπίτι και να πάω στο δωμάτιό μου. Με πήγε μέσα. Πέρασα από τον χώρο όπου ήταν όλα τα πτώματα. Και του πατέρα μου και του αδελφού μου… Φόρεσα παπούτσια και βγήκα από το δωμάτιό μου. Ο άλλος που με συνόδευε ήταν μαζί μου».

    Η γυναίκα, μοναδική επιζήσασα της σφαγής του Συσκλήπου, θυμάται: «Τα πτώματα ήταν δεκαπέντε, είκοσι, δεν τα μέτρησα. Το πτώμα του αδελφού μου ήταν πάντως με κομμένο το κεφάλι. Αυτός που με συνόδευε με πήρε να φύγουμε από το σπίτι. Εκλαιγα διαρκώς. Ούτε μπορούσα να μιλήσω, ούτε να συνειδητοποιήσω το μέγεθος του κακού. Προστέθηκαν και δυο-τρεις άλλοι κατά την απομάκρυνσή μου από το σπίτι. Με πήγαν μέσα στο χωριό. Σούρουπο πια, με έβαλαν σε ένα άλλο σπίτι. Εκεί ξεκίνησαν πάλι τον βιασμό. Ενας έμπαινε, ένας έβγαινε στο δωμάτιο όπου με κρατούσαν. Πέρασε δεν θυμάμαι ακριβώς πόσος χρόνος. Κανένα μισάωρο, καμιά ώρα… και άκουσα έναν πανικό. Ξαφνικά έφυγαν όλοι. Εγώ έμεινα εκεί. Τρομαγμένη στο κρεβάτι».

    Το σπίτι του Ευγένιου Χατζηηρακλή που έγινε η μαζική σφαγή και ο βιασμός της 12χρονης

    «Υστερα από κάνα πεντάλεπτο μπήκε κάποιος. Οχι από αυτούς που ήταν προηγουμένως. Με έπιασε από το χέρι και με έβγαλε έξω. Είδα ένα στρατιωτικό τζιπ να πλησιάζει. Μόλις έφτασε το τζιπ, οι βιαστές έφυγαν όπως-όπως. Ορισμένοι όμως παρέμειναν. Προτού καλά-καλά σταματήσει το αυτοκίνητο, κατέβηκε “το παιδί” που σας είπα στην αρχή (σ.σ.: Τούρκος αξιωματικός που είχε αναπτύξει καλή σχέση με τον αδελφό της προτού τον αποκεφαλίσουν), ήρθε κοντά μου και με έπιασε από το χέρι. Χάρη σε αυτόν σώθηκα! Μου μίλησε στα αγγλικά… Εγώ συνέχιζα να κλαίω. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Είδε όμως το χάλι μου. Οι υπόλοιποι που ήταν στο τζιπ κατέβηκαν και αυτοί κάτω και πρόταξαν τα όπλα στους υπόλοιπους μιλώντας τη γλώσσα τους. Εγώ δεν καταλάβαινα. Ηρθε κοντά μου και πάλι ο νεαρός αξιωματικός και μου έγνεψε να του δείξω ποιοι. Μου μιλούσε στα αγγλικά, επιτακτικά: “Show me, who? Who did this?” (σ.σ.: Δείξε μου, ποιος; Ποιος το έκανε;).

    Αν και 12 χρόνων -και μετά από όλο αυτό το βασανιστήριο που πέρασα-, ήμουν σε θέση να διερωτηθώ μόνη μου: “Τι να πω και τι θα γίνει αν πω;”. Αστραπιαία σκέφτηκα, ανακουφισμένη κάπως, ότι το μυαλό μου ακόμη δούλευε! Σας τα λέω με λεπτομέρεια, όλα όσα έχουν μείνει αποτυπωμένα στη μνήμη μου. Εκανα, λοιπόν, με τους ώμους μου την κίνηση ότι τάχα δεν ξέρω. Εκείνος με τη σειρά του έδιωξε τους διάφορους, με έβαλε στο αυτοκίνητο και ανηφορίσαμε στο βουνό, πάνω από το χωριό, όπου ήταν το στρατόπεδό τους. Επικρατούσε χάος εκεί, πολλά πράγματα του πολέμου, οχήματα, στρατιώτες, όπλα, κανόνια κ.λπ. Απ’ ό,τι αντιλήφθηκα, με πήγε αμέσως στον ανώτερό του, ίσως τον διοικητή του στρατοπέδου. Του εξήγησε, απ’ ό,τι κατάλαβα, τι έγινε. Αυτός με πήρε και με έβαλε στο δωμάτιό του. Μου ετοίμασαν κρεβάτι το οποίο εφαπτόταν στον τοίχο. Ξαναήρθε το παιδί που με πήρε από τα χέρια τους και μου εξήγησε με λίγα αγγλικά ότι ο λόγος που με έδωσε στον διοικητή ήταν για να είμαι ασφαλής, διότι δεν ήξερε, όπως συμπλήρωσε, τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί. Ετσι, λοιπόν, έμεινα όλο το βράδυ στο δωμάτιο του διοικητή».

    Στη συνέχεια περιγράφει ότι την μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο στα Άδανα και στην Άγκυρα. Οταν αισθάνθηκε καλύτερα, τη μετέφεραν πίσω στα Κατεχόμενα και μετά από κάποιες διαδικασίες, τον Νοέμβριο, την παρέδωσαν στον ΟΗΕ, ο οποίος με τη σειρά του τη μετέφερε στις ελεύθερες περιοχές.

    «Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ’ στον κόλπο της»

    Συγκλονιστική είναι επίσης και η μαρτυρία ενός Τούρκου οικονομολόγου, του Δρ. Γιαλτσίν Κιουτσούκ, ο οποίος άλλοτε διώχθηκε κατ’ επανάληψη από το τουρκικό καθεστώς και άλλοτε του ενεπιστεύθησαν σημαντικές θέσεις στη χώρα του, ακόμη και στο Τμήμα Εθνικής Ασφαλείας στο τουρκικό ΓΕΕΘΑ. Η Κύπρια δημοσιογράφος Σοφία Ιορδανίδου, πήρε συνέντευξη από τον Δρ. Γιαλτσίν Κιουτσούκ, που το 1974 ήταν αξιωματικός του Αττίλα. Στη συνέντευξη παραθέτει λεπτομερώς, άγνωστες πτυχές της τουρκικής εισβολής: σφαγές αμάχων, βιασμούς, πλιάτσικα, κ.α. Εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις Λιβάνη το 1998, υπό τον τίτλο «Νταλγκά νταλγκά (κύματα κύματα) – Η ομολογία Τούρκου αξιωματικού του Αττίλα για τη δεύτερη εισβολή στην Κύπρο».

    Από τη μαρτυρία του Κιουτσούκ παραθέτουμε τις παρακάτω χαρακτηριστικές αφηγήσεις:

    «Θα σου πω για τη δολοφονία μιας γυναίκας, μια κτηνώδη πράξη που όσο ζω δε θα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Ήμασταν σε κάποιο χωριό, δε θυμάμαι πια τ’ όνομά του, για εκκαθαριστική επιχείρηση, υπό τις διαταγές του λοχαγού Αλκατσόγλου. Σ’ ένα από αυτά τα χωριά της Κύπρου, τα γεμάτα κυπαρίσσια κι ευκάλυπτους. Ανταλλάσσονταν λίγοι πυροβολισμοί κι εγώ χώθηκα σ’ ένα κήπο γεμάτο άγουρα ακόμα σταφύλια, σε μια άκρη του οποίου υπήρχε μια μικρή στέρνα. Έκοψα ένα τσαμπί σταφύλι και, όπως γευόμουν τις ξινές ρώγες του, δίσταζα ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να κάνω ένα μπάνιο όσο οι στρατιώτες θα λεηλατούσαν τα σπίτια.
    Ξαφνικά, άκουσα κοντά μου πυροβολισμούς και είδα δύο στρατιώτες, τον Σεφίκ και τον Σουλεϊμάν, να φωνάζουν περήφανοι: “Oldurdum, oldurdum, komutanim”, δηλαδή “σκότωσα, σκότωσα, αρχηγέ”. Τους ήξερα. Ήταν χουλιγκάνοι. Πλησίασα προς τα εκεί που έδειχναν χειρονομώντας ενθουσιασμένοι. Μια νέα ευτραφής γυναίκα κειτόταν σφαδάζοντας στο χώμα. Είχε τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα και ανοιχτά τα σκέλια, απ’ όπου έτρεχαν άσπρα πηχτά υγρά και αίμα. Είχαν αδειάσει τα πιστόλια τους μεσ’ στον κόλπο της. Παρατηρούσα τα χέρια της και τα πόδια της. Μου φαίνονταν μικρότερα απ’ το υπόλοιπο σώμα της. Καθώς την κοίταγα που ξεψύχαγε με χυμένο έξω το σταφύλι των σπλάχνων της, με κόμπους λίπους κολλημένους στο ανοιχτό πληγωμένο φύλο της, με κυρίεψε μια αναγούλα. Ένα προϊστορικό θηλαστικό πιασμένο στα δίχτυα ενός αποτρόπαιου θανάτου.

    Την κοίταζα και ένιωθα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει σαν φουσκωτή λαστιχένια κούκλα. Πέταξα πέρα τα σταφύλια. Έκανα μεταβολή κι ακριβώς απέναντι, παρατεταγμένοι στην ευθεία, διακόσιοι είκοσι πέντε στρατιώτες ετοιμάζονταν για την αναφορά, σαν να μην έτρεχε τίποτε. Ο ανθυπολοχαγός Τζεμάλ τους έδινε τις απαραίτητες εντολές παρουσίασης. Ο λοχαγός τους έδινε συγχαρητήρια, επισημαίνοντας ότι η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί με απόλυτη επιτυχία. Στα τελευταία λόγια του λοχαγού, κάτι εξερράγη μέσα μου θρυμματίζοντας την απάθεια που το σοκ είχε δημιουργήσει, γυάλινο κλουβί γύρω μου. Δηλαδή θα ’φευγαν και θα τ’ άφηναν όλα “καθαρά” στο χωριό. Μαζί και τη γυναίκα άταφη, βορά στα όρνια. Πήδηξα με τ’ όπλο προτεταμένο προς τον λοχαγό και ρώτησα κοφτά: “Τι θα γίνει μ’ αυτή τη γυναίκα;”. Θυμήθηκα τα πτώματα που κινούνταν παραμορφωμένα απ’ τη ζέστη και τρελαινόμουν.

    Με το δάχτυλο στη σκανδάλη απευθύνθηκα στον Αλκατσόγλου σε τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. “Διέταξέ τους να τη θάψουν, αλλιώς σε σκοτώνω”. Είδα τον φόβο να πλημμυρίζει το βλέμμα του. Έδωσε εντολή να σκάψουν έναν τάφο και να τη ρίξουν μέσα. Υπό την απειλή του όπλου, εκτός εαυτού, τους ανάγκασα να τη σκεπάσουν με τις ματωμένες κουβέρτες της και να βάλουν φωτιά. Εξιλαστήριο πυρ, φλόγες αντί λουλούδια, ήταν ό,τι μπορούσα να προσφέρω μέσα στην κόλαση του πολέμου σ’ αυτή την άγνωστη. Καθώς ανέβαινα με τους άλλους στα καμιόνια να φύγω, με τράνταξε ένα υστερικό γέλιο. Μια σκέψη αταίριαστη στη σοβαρότητα της στιγμής σφήνωσε στο μυαλό μου. Τι μ’ έπιασε και το ’παιξα Αντιγόνη με όπλο και μουστάκια, ξαφνιάζοντας αυτούς τους σκληρούς κι ανυποψίαστους άνδρες;

    Μήπως ήταν το πρώτο άταφο κουφάρι που αντίκριζα; Εκατοντάδες ήταν σπαρμένα στα χωράφια. Γιατί αντέδρασα έτσι ειδικά σ’ αυτή τη γυναίκα; Ήταν γιατί δεν μπόρεσα να αποτρέψω τη δολοφονία της, που έγινε μπροστά στα μάτια μου; Ήταν γιατί η στάση του θανάτου της της αφαιρούσε τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια του φύλου της; Λες κι οι νεκροί νοιάζονται να ’ναι αξιοπρεπείς! Ήταν γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της αηδίας που ένιωθα μέσα μου για τις κτηνωδίες που αντίκριζα κάθε μέρα; Φαντάζομαι πως απάντηση δεν υπάρχει, όχι τουλάχιστον αρκετά λογική για ν’ αντέχει στην κριτική του μη-εμπόλεμου. Έκανα χρόνια να ξαναφάω σταφύλι. Για εβδομάδες είχα στα μάτια μου εναλλασσόμενες, σαν οπτικό εφφέ ταινίας τρόμου, τις εικόνες του σταφυλιού, των υγρών της νεκρής μήτρας, της νεκρής μήτρας, των σταφυλιών, και πάλι απ’ την αρχή».

    Σε άλλα σημεία αναφέρει:

    «Για τις μαζικές εκτελέσεις, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε μια απ’ αυτές.
    Φαντάσου έναν τοίχο. Έναν τοίχο φρεσκοασβεστωμένο, εκτυφλωτικά λευκό κάτω απ’ το σκληρό φως του μεσημεριού, που καταπίνει κάθε σκιά. Κόντρα στον τοίχο, αραδιασμένοι άνδρες, οι πιο πολλοί ώριμης ηλικίας, ηλιοκαμένοι, με σκούρα ρούχα, που από μακριά φάνταζαν τεράστιοι λεκέδες στην αψεγάδιαστη λευκότητα της πέτρας. Ήμουν στο τζιπ, περαστικός από εκεί. Σταμάτησα ένα λεπτό για να κοιτάξω καλύτερα, σαν να μην πίστευα σ’ αυτό που έβλεπα, σ’ αυτό που καταλάβαινα πως το απόσπασμα απέναντι ήταν έτοιμο να κάνει. Ανάμεσα στους άνδρες ξεχώρισα κάποια παιδιά αμούστακα ακόμα. Ύστερα, απροσδόκητα, το πρόσωπο ενός άνδρα παγίδεψε το βλέμμα μου.

    Πρόσωπο ερημωμένο από ελπίδα, τοπίο σεληνιακό. Τα μάτια του δυο σχισμές και μέσα τους λεπίδι η γνώση. Το ’βλεπα, ήξερε! Ήξερε πως πεθαίνει. Κρατούσε ίσιο το σώμα του. Ήταν ψηλός και μυώδης. Φορούσε μπλε πουκάμισο. Τα μάτια του δεν τα ’δα καθαρά τι χρώμα είχαν. Είδα μόνο την απελπισία να φωσφορίζει στους βολβούς του, που γύριζαν τρελά μέσα στις σάρκινες θήκες τους. Έμοιαζε κιόλας φευγάτος από κει. Δεν ξέρω αν έλπιζε ακόμα στον “από μηχανής Θεό”. Έτσι δεν έλεγαν οι δικοί σας κλασικοί; Ένα μπλε πουκάμισο στημένο στον τοίχο, που ιδρώνει απ’ τη ζέστη και το φόβο του θανάτου, μπορεί, πού ξέρεις, να ελπίζει ως την ύστατη στιγμή. Έβαλα μπρος κι απομακρύνθηκα. Στα εκατόν πενήντα μέτρα περίπου, οι ριπές με πρόλαβαν.

    Πριν προλάβω να το σκάσω απ’ το χώρο. Επαναλαμβανόμενες σαν εφιάλτης. Δε γύρισα να κοιτάξω. Το πρόσωπο του άνδρα μ’ ακολούθησε, σφηνωμένο στον αμφιβληστροειδή μου, ημέρες πολλές, μέχρι που σβήστηκε από φρέσκια, πιότερο νωπή φρίκη. Ήθελα να ελπίζω, μου ’γινε σχεδόν εμμονή, πως οι ριπές που άκουσα δεν είχαν σχέση με τον τοίχο, με τους ανθρώπους εκεί πέρα. Ήθελα να μην έχω παραστεί στη σκηνή. Ήθελα να ’μουν αλλού. Ήταν πάρα πολλοί για να ’ναι ο θάνατός τους πραγματικότητα. “Πόσοι θάνατοι χρειάζονται μέχρι να καταλάβει κανείς πόσοι άνθρωποι έχουν σκοτωθεί;”, ρωτούσε ο Ντύλαν το ’70. Εγώ, πάντως, δεν ξέρω ν’ απαντήσω…

    … Με είχαν στείλει να περισυλλέξω ένα κανόνι που είχε πάθει βλάβη κι είχε μείνει σε κάποιο σημείο του δρόμου. Η διαδικασία αυτή λέγεται στη γλώσσα του στρατού περισυλλογή. Νομίζω ότι είχα πάει μαζί με τον αρχιλοχία τον Νετζατίν, το μάγο των αυτοκινούμενων οβιδοβόλων. Θυμάμαι ότι περάσαμε μέσα από ένα πολύ φτωχό χωριό. Υπήρχαν παντού πτώματα που βρίσκονταν ήδη σε αποσύνθεση και μύριζαν φρικτά. Τα μόνα ζωντανά όντα που συναντούσαμε ήταν οι μύγες. Κοπάδια ολόκληρα, σμήνη, πάνω στα πτώματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και το θέαμα μόνο, χωρίς τη βρώμα, θα έπρεπε να μας είχε τρέψει σε φυγή. Όμως πεινούσαμε. Έπρεπε να βρούμε επειγόντως κάτι να φάμε. Η πείνα, βλέπεις, και το αίσθημα αυτοσυντήρησης ήταν πιο δυνατό από τη φρίκη και την αηδία που νιώθαμε.

    Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι στο ανοικτό νεκροταφείο που σου ’λεγα πριν. Εγώ, μαζί μ’ ένα λοχία, μπήκα σ’ ένα σπίτι. Ανακαλύψαμε μερικά κομμάτια χαλούμι, κυπριακό τυρί. Τα πήραμε και βγήκαμε έξω. Σε δευτερόλεπτα οι μύγες άφησαν τα πτώματα και πέσαν στο τυρί μας. Κόβαμε με το χέρι ένα κομμάτι και ως να φτάσει στο στόμα μας άλλαζε χρώμα. Γινόταν μαύρο…».

    «Ο τουρκικός στρατός επιβίωσε στο κυπριακό έδαφος από την πρώτη μέρα της εισβολής μέχρι το τέλος του Αυγούστου με τις λεηλασίες. Ο ανεφοδιασμός δε λειτούργησε ποτέ. Σιτιζόμασταν με τ’ αποθέματα που είχαν εγκαταλείψει στα σπίτια τους οι Ελληνοκύπριοι και με όσα μας έδιναν οι Τουρκοκύπριοι».

    Ο Δρ. Κιουτσούκ, στην αφήγησή του στο βιβλίο «Νταλγκά – Νταλγκά», υποστηρίζει πως τις ομαδικές εκτελέσεις τις έκανε ο τουρκικός στρατός και τις δολοφονίες οι Τουρκοκύπριοι.

    «Μίλησα για τους νεκρούς Ελληνοκύπριους που είδα στην πορεία μας μέσα απ’ την κυπριακή ύπαιθρο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ζωντανοί αγνοούμενοι… Η παράδοση της διεξαγωγής του πολέμου στην Τουρκία είναι πολύ ισχυρή. Προσπαθούσα να πείσω τους στρατιώτες μου να μη σκοτώνουν αιχμαλώτους, με το επιχείρημα ότι θα μπορούσαμε να τους ανταλλάξουμε με δικούς μας. Είχαμε τόσους πολλούς Έλληνες αιχμαλώτους. Τους έβλεπα στοιβαγμένους κατά δεκάδες μέσα στα λεωφορεία. Άκουγα ότι τους πηγαίναν στις φυλακές στα Άδανα και στο Ισκεντερούν. Ήξερα ότι αυτό δε συμβάδιζε με την τουρκική πρακτική. Εδώ ο Εβρέν, το ’80, όταν άρχισαν οι δολοφονίες των αριστερών, απευθυνόταν αφελέστατα στο λαό και ρωτούσε: “Τι θέλετε να τους κάνω; Να τους βάλω φυλακή για να τους ταΐζω;”. Πόσο μάλλον τους αιχμαλώτους. Εγώ προσωπικά έσωσα πολλούς. Τους άφηνα ελεύθερους να φύγουν. Έρχεται στο νου μου ο Γιώργος. Ήταν μια άγρια τίγρις. Νόμιζα ότι θα μας σκοτώσει. Έφυγε, γλίτωσε. Ομαδικές εκτελέσεις έγιναν από τον τουρκικό στρατό. Όμως, να ξέρεις, τις περισσότερες δολοφονίες τις διέπραξαν οι Τουρκοκύπριοι, οι γνωστοί mukavement mucahit (μουκαβεμέτ μουτζαχίντ). Όταν άρχισε ο πόλεμος, τους συμπεριέλαβαν σε κανονικές μονάδες. Ήταν όμως δειλοί και από τις πρώτες μέρες δραπέτευσαν. Οι μουτζαχίντ ανήκαν στην παραστρατιωτική δύναμη που λειτουργούσε μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, τη γνωστή Οργάνωση Τουρκικής Αντίστασης (ΤΜΤ). Διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον αντίστοιχο μηχανισμό που είχε στήσει το ΝΑΤΟ στην Τουρκία, αυτόν που στη Δύση είναι γνωστός ως Gladio και, στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος, ως Κόκκινη Προβιά. Αρχηγός τους ήταν ο σημερινός πρόεδρος της “Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου”, ο Ντενκτάς. Αυτός υπήρξε, πράγματι, εγκληματίας πολέμου και όχι ο Κάρατζιτς».

    Πηγή

    Latest Posts

    ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

    ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK