Τα καλύτερα Χριστούγεννα τα πέρασα στην παιδική ηλικία του μυαλού μου
Καθώς βγήκα από το πανδοχείο με την ξύλινη καρδάρα στο χέρι, μικρές νιφάδες χιονιού έπεφταν απαλά στην μαντίλα μου, ενώ τα παγωμένα πόδια μου γλιστρούσαν στα ξύλινα σανδάλια, από την υγρασία, δυσκολεύοντας το περπάτημα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Ο πατέρας μου ζήτησε να αρμέξω για πολλοστή φορά κάποια από τις προβατίνες μας, με την ελπίδα να δώσει λίγο ακόμα γάλα. Το πανδοχείο μας ήταν ασφυκτικά γεμάτο, λόγω της απογραφής που γινόταν, και πλήθος κόσμου ερχόταν από παντού.
Ο πατέρας έτριβε τα χέρια του από χαρά, τόση δουλειά δεν είχαμε ποτέ ξαναδεί, ενώ η μάνα με το ζόρι τα έφερνε βόλτα στην ταβέρνα μας στο ισόγειο. Είχε φωνάξει και δυο αδελφές της για βοήθεια.
Βγαίνοντας από το πανδοχείο, πήρα το σκοτεινό στενάκι στα δεξιά του, που έβγαζε στο πίσω μέρος του, σε ένα μικρότερο κτίσμα, εκεί που ο πατέρας είχε φτιάξει τη στάνη μας.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Στο ένα χέρι η λάμπα, στο άλλο η καρδάρα, πάνω ένας παγωμένος ξάστερος ουρανός, κι ένα μυστήριο από πού έπεφτε αυτό το πουπουλένιο χιόνι.
Βαδίζοντας στο στενό, βλέπω ένα φως να αναδύεται στο τέλος του, από τη μεριά της στάνης. Σαν έφτασα εκεί κι έστριψα προς το μαντρί μας, τότε είδα.
Είδα μια πανέμορφη γυναίκα γονατισμένη να φροντίζει το νεογέννητο μωρό της που κειτόταν σε μια φάτνη, ενώ πλάι της στεκόταν ένας άντρας που παρακολουθούσε και τους δυο με περίσσια τρυφερότητα.
Φτωχή κι απλή έμοιαζε η οικογένεια, κι ίσως να μην είχε τα μέσα να βρει φιλοξενία στα πανάκριβα δωμάτια των πανδοχείων λόγω της μεγάλης ζήτησης.
Μπροστά τους, γονατιστοί, σαν να προσκυνούν, τρεις ακόμα άντρες πλούσια ντυμένοι προσέφεραν τα δώρα τους στη μητέρα, για το μωρό που μόλις είχε φέρει στον κόσμο.
Είδα κάποια από τα ζώα μας να τους πλησιάζουν αργά κι ευλαβικά, να κάθονται ολόγυρά τους σε ησυχία, λες κι ήξεραν ότι έτσι πρέπει να κάνουν για να μην τρομάξουν το βρέφος.
Πεντακάθαρα τα είδα όλα αυτά, με όλες τους τις λεπτομέρειες, κι όχι από το φως της λάμπας μου. Ένα άλλο φως ερχόταν από ψηλά, που έλουζε την σπηλιά μέσα κι έξω.
Ήχοι περίεργοι γέμισαν τα αυτιά μου, εσωτερικά, καθώς η νύχτα ήταν αθόρυβη και γαλήνια. Σα μακρινά τραγούδια φωνών που δεν έμοιαζαν ανθρώπινες, κι όργανα που δεν είχα ποτέ ξανακούσει. Θύμιζαν λίρες, σάλπιγγες και τύμπανα, μα τέτοια δεν ήταν.
Ένιωσα το φως να πλημμυρίζει κι εμένα, και να ακυρώνει κάθε σωματική μου ύπαρξη. Κρύο δεν ένιωθα πια, μήτε το βάρος της καρδάρας που δεν ήξερα αν ακόμα κρατούσα ή είχε φύγει από το χέρι μου. Κοίταξα, κι όμως ήταν εκεί.
Αυτή η απέραντη γαλήνη που με είχε κυριεύσει, με έκανε να ξεχάσω ποια είμαι και τι πήγα να κάνω εκεί. Έμεινα να κοιτάζω, χωρίς σκέψεις, ρουφώντας την κάθε στιγμή αυτού που ήξερα χωρίς να ξέρω ότι είναι ένα μοναδικό σκηνικό.
Κάποια στιγμή, ο άντρας που στεκόταν πλάι στη γυναίκα με είδε και χαμογέλασε. Ύστερα με πλησίασε και ρώτησε αν χρειάζομαι βοήθεια.
Απάντησα σαν μαγεμένη ότι, γάλα πρέπει να αρμέξω κι άλλο, για τον πατέρα στο πανδοχείο, να το δώσει σε μια γυναίκα αδύναμη και στο μικρό της, που ήρθαν κι αυτοί αργά μέσα στη νύχτα.
Έφυγε από κοντά μου, πήγε προς τα ζώα στο πίσω μέρος της στάνης, κι επέστρεψε με μια προβατίνα. Πάρε, μου είπε, από αυτήν. Αυτή θα σου δώσει γάλα.
Γονάτισα και την άρμεξα, σαν σε όνειρο, κι ούτε καν ήξερα αν ήταν κάποια από τα δικά μας ζώα, ή βρέθηκε κι αυτή μαγικά όπως όλοι οι άλλοι στη στάνη.
Σηκώθηκα κι απόλαυσα για λίγο ακόμα το σκηνικό στη στάνη μας που ήξερα πως δεν θα ξαναδώ, αλλά και πως η στάνη δεν θα ήταν ποτέ ξανά όπως πριν.
Την άφησα, μαζί με το φως, τις μουσικές της και τους ξεχωριστούς επισκέπτες της, και πήρα το δρόμο της επιστροφής για το πανδοχείο.
Το απαλό χιόνι συνέχιζε να πέφτει χαϊδευτικά στην μαντίλα μου, αλλά τα πόδια μου δεν ήταν πια παγωμένα, ούτε γλιστρούσαν στα σανδάλια. Η καρδάρα στο χέρι μου έμοιαζε χωρίς βάρος, το ίδιο ένιωθα κι εγώ.
Ήμουν μόλις 10 χρονών, κι όμως ευλογημένη αιώνια…